Λόρεν Γκόλντνερ
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΣΣΑΛ ΕΩΣ ΤΟΝ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ.
Η ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΜΕΣΑΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
Εισαγωγικό σημείωμα: Η κάτωθι εργασία είναι ένα είδος «νοητικού πειράματος» που επιχειρεί να ανιχνεύσει την σταδιοδρομία και την επίδραση του «ανθρώπου της άρνησης», τον οποίον ουσιαστικώς περιέγραψε θεωρητικώς ο Χέγκελ ως τον «Πρώσο μονάρχη» που «εργάζεται καθολικά» στην σφαίρα του κράτους (εξ ου και η τέχνη, η φιλοσοφία και η θρησκεία), αλλά του οποίου το «έργο» δεν μετασχηματίζει την φύση, δεν συμμετέχει σε αυτό που στις «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ» καλείται «αισθητηριακά ανθρώπινη δραστηριότητα». Η φύση γι’ αυτήν την φυσιογνωμία ήταν και είναι αυτό που ο Χέγκελ θεωρούσε ως το «ανιαρό» βασίλειο της απλής επανάληψης. Ο «καθολικά εργαζόμενος» Πρώσος κρατικός γραφειοκράτης είναι ο πιο περίτεχνος ορισμός του κοινωνικού τύπου που τελικώς κυριάρχησε για μια ολόκληρη εποχή (1875-1975) στην «αριστερά» σε πλήρη αντίθεση (όπως το διατύπωσε ο Μαρξ στα Grundrisse) με την «πλούσια ατομικότητα, που είναι εξίσου ολόπλευρη στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωσή της, και που γι’ αυτό και η εργασία της δεν εμφανίζεται πια σαν εργασία αλλά σαν πλήρης ανάπτυξη της ίδιας της δραστηριότητας, όπου η φυσική αναγκαιότητα στην άμεσή της μορφή έχει εξαφανιστεί». Αυτή η μορφή, της οποίας εν τέλει το σύμβολο αποτελεί ο Φερδινάνδος Λασσάλ, μπόρεσε να ευδοκιμήσει κατά την περίοδο που κυριαρχούσε εκείνο το είδος υλισμού -εναντίον του οποίου καταφέρθηκε ο Μαρξ στις «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ»- που από την αρχαιότητα μέχρι τον Φόυερμπαχ δεν ενσωμάτωσε «την δραστήρια πλευρά, που ανέπτυξε ο ιδεαλισμός» και «δεν συλλαμβάνει την ίδια την ανθρώπινη δραστηριότητα ως αντικειμενική δραστηριότητα». Η διεθνής εποχή του δημοσίου υπαλλήλου εντός της «αριστεράς» οροθετεί πρώτα-πρώτα την εποχή της κεντρικότητας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας (Λασσάλ) και, πάνω απ’ όλα, της Ρωσικής Επανάστασης και της κεντρικότητας του «ρωσικού ζητήματος» για τον διεθνή καθορισμό της έννοιας της αριστεράς. Σήμερα μπορεί να ιδωθεί το πραγματικό νόημα της «γραμμής της συνέχειας» αυτής της φυσιογνωμίας από το 1749 έως το 1848, από το 1848 έως το 1917 και από το 1917 έως το 1975. Το νόημα είναι η εξέλιξη του εμπορευματικού συστήματος και όχι της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η γραμμή της συνέχειας βρίσκεται από το Σαιν Ζυστ στον Νετσάγεφ και από τον Τκάτσεφ έως τον Στάλιν, τον Μάο, τον Χο τσι Μινχ και τον Πολ Ποτ.
Αύγουστος 2000
«Όσο όμως δεν πραγματοποιείται η επανάσταση, όσο το προλεταριάτο δεν οικειοποιείται τα εργαλεία της κοινωνικής εργασίας, αυτή η αμείλικτη εξελικτική διαδικασία δημιουργεί επί του πρακτέου μια νέα μικροαστική τάξη. Αυτή είναι το ακριβώς αντίθετο του αγρότη και του ατομικού μικρού καπιταλιστή, όπως ο σύγχρονος φιλελεύθερος που τάσσεται υπέρ του κρατικού ελέγχου στην οικονομία είναι το ακριβώς αντίθετο του παλιού φιλελεύθερου ατομικιστή. Αυτή έγκειται πρωτίστως στους διαχειριστές των νέων κοινωνικοποιημένων δομών της οικονομίας, οι οποίες, από καπιταλιστικής απόψεως, δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυτούς».
C.L.R. James, Notes on Dialectics (1948)
«Όποια κι αν είναι η κοινωνική τους προέλευση, όποια κι αν είναι τα υποκειμενικά τους κίνητρα, γεγονός παραμένει ότι ο σταλινισμός βρίσκει αυτή την κάστα εργατικών ηγετών σε ολόκληρο τον κόσμο –στην Κίνα, στην Κορέα, στην Ισπανία, στην Βραζιλία, παντού- διανοούμενους, εργατικούς ηγέτες, εργάτες, που εξεγείρονται. Η κάστα μεγαλώνει, αλλάζει σύνθεση, αλλά παραμένει σταθερή ως οντότητα. Αντικρίζει τον θάνατο, υφίσταται βασανιστήρια, ανακτά την ενεργητικότητά, την επινοητικότητα, την αφοσίωσή της, δημιουργεί παράδοση και την διατηρεί, την αναπτύσσει, διαπράττει τα μεγαλύτερα εγκλήματα με το θάρρος και την πεποίθηση ότι αυτά προέρχονται μόνο από ανθρώπους που είναι βέβαιοι για την ιστορική τους αποστολή» (ό.π.)
«Πιστεύω ότι στα κείμενα του Τρότσκυ μπορώ να δω αυτήν την ακολουθία αιτίας και αποτελέσματος σε μια ατελείωτη αλυσίδα. Συνέβη αυτό, μετά το άλλο, κατόπιν η σταλινική γραφειοκρατία έκανε εκείνο κ.ο.κ., και διατυπώνει μια ατελείωτη σειρά από εξηγήσεις, συναρπαστικές, λαμπρές, γεμάτες οξυδέρκεια και διαφωτιστικότητα, για να συντριβεί στο τέλος από τα καταστροφικά του λάθη… Από την άλλη μεριά, εμείς, που δείχνουμε ότι η υπόθεση του σταλινισμού θα μπορούσε να προκαλέσει το ίδιο ισχυρό φαινόμενο σε ολόκληρο τον κόσμο, επειδή αφύπνισε ταξικές δυνάμεις εχθρικές προς το προλεταριάτο και εγγενείς προς την καπιταλιστική κοινωνία σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξής της, επαναφέρουμε στον προλεταριακό αγώνα την ιστορική πάλη των τάξεων με κοινωνικές καταβολές. Τελειώνουμε μια και καλή με την αποκαρδιωτική, και στην πραγματικότητα αυτοκαταστροφική, θεωρία ότι όλα θα ήταν εντάξει αν δεν παρενέβαινε η σταλινική διαφθορά». (ό.π.)
Η αγγλογαλλική φάση: Πριν από την ήττα της Κομμούνας
Το κλασσικό εργατικό κίνημα ήταν το διεθνές κίνημα των εργαζομένων που εμφανίσθηκε, πρώτα στην Αγγλία και στην Γαλλία, τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα· συχνά με μορφές πάλης που ήταν δύσκολο να διακριθούν από εκείνες των τεχνιτών και της φτωχολογιάς της πόλης και της υπαίθρου. Στον δυτικό βιομηχανικό κόσμο του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα σημείωνε συνεχείς επιτυχίες δημιουργώντας μαζικά συνδικάτα και εργατικά πολιτικά κόμματα. Έφθασε στην κορύφωσή του την περίοδο που η άνοδός του φαινόταν ασταμάτητη (χονδρικά από το 1890 έως το 1920), κατά την διάρκεια της οποίας πολλοί παρατηρητές, είτε φίλα προσκείμενοι είτε εχθρικά διακείμενοι, θεωρούσαν τον θρίαμβό του αναπόφευκτο. Αυτό το κίνημα –το κλασσικό εργατικό κίνημα- τερματίστηκε κατά την περίοδο της ανοικοδόμησης, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και η ιστορική κληρονομιά της ήττας του ενσαρκώθηκε στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» του Ανατολικού Μπλοκ και στο κράτος προνοίας των χωρών του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου, που ήταν εμπνευσμένο από το έσχατο πρότυπό του, την σοσιαλδημοκρατία.
Από τα παραπάνω είναι πρόδηλο ότι ο όρος «κλασσικό εργατικό κίνημα» δεν ταυτίζεται με την εργατική τάξη των μισθωτών εργαζομένων, που ο αριθμός τους εξακολουθούσε να αυξάνεται σε όλο τον κόσμο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και που η αξιοσημείωτη άνοδός του με ένα παγκόσμιο κύμα απεργιών και αγώνων κατά την περίοδο 1968-1973 οδήγησαν στον ενταφιασμό του μεταπολεμικού ιδεολογήματος περί «ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης». Τα θλιβερά απομεινάρια του κλασσικού εργατικού κινήματος εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι σήμερα στο παρακμάζον συνδικαλιστικό κίνημα και στα εργατικά πολιτικά κόμματα, που ήρθαν στο προσκήνιο στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Όταν όμως αναφερόμαστε σε μια «κλασσική» φάση του εργατικού κινήματος, αυτό το κάνουμε για να συνδέσουμε μια συγκεκριμένη έννοια περί αυτού με μια συγκεκριμένη φάση της ιστορίας, η οποία εκτείνεται χονδρικά από το 1840 έως το 1945. Η πραγματικότητα δε που υποστηρίζει αυτόν τον ορισμό είναι το γεγονός ότι κατά την ανάκαμψη του εργατικού ταξικού κινήματος την περίοδο 1968-1973 οι οργανωτικές εκφράσεις του κλασσικού εργατικού κινήματος συντάχθηκαν εν συνόλω κατά των ριζοσπαστικών ενεργειών της εργατικής τάξης. Τέτοιου είδους αντιθέσεις είχαν εκδηλωθεί και προηγουμένως πολλές φορές στην ιστορία, αλλά γίνονταν αντιληπτές ως «συστημικές» μονάχα από πολύ μικρές μειονότητες, που βρίσκονταν στις παρυφές του κινήματος. Είναι, ωστόσο, απαραίτητο σήμερα να προσφέρουμε μια θεωρητική ερμηνεία του κλασσικού εργατικού κινήματος προκειμένου να καταδείξουμε την έκταση και τα όριά του. Εντός μάλιστα του πλαισίου ενός διεθνούς προσδιορισμού του κλασσικού εργατικού κινήματος καθίσταται δυνατό να διαπιστώσουμε και τις συχνά αποκλίνουσες εθνικές του ιδιαιτερότητες.
Το κίνημα αυτό επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο μαζί με την βιομηχανία και τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και έγινε, στα μέσα του 19ου αιώνα και πρώτα απ’ όλα στην Δυτική Ευρώπη, ο κομιστής ενός οράματος υπέρβασης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού. Ως τέτοιο αναδείχθηκε μέσα από την έκρηξη της ευρωπαϊκής «Τρίτης Τάξης», του φιλελεύθερου κινήματος κατά του παλαιού καθεστώτος [ancien régime]. Αυτός ο αποχωρισμός του κλασσικού εργατικού κινήματος από τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό, η εμφάνιση (από τα τέλη της δεκαετίας του 1830 στην Βρετανία) των ρικαρντιανών σοσιαλιστών και του οράματος ενός «εργατικού κράτους», απηχούσε τις ριζοσπαστικές φάσεις της Γαλλικής Επανάστασης, την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830 και τέλος τις Ημέρες του Ιουνίου στο Παρίσι το 1848.
Το τελευταίο αυτό γεγονός δημιούργησε, περισσότερο από κάθε άλλο, το «φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα του κομμουνισμού», όπως έγραφαν την προηγούμενη χρονιά ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Το φάντασμα της επανάστασης ήταν παρόν και στην Αγγλία κατά την κρίση της περιόδου 1832-1834 και το 1848, πριν από την εξέγερση των εργατών στο Παρίσι, όπου ο χαρτισμός είχε φθάσει στο σημείο να αντιπαραταχθεί σχεδόν ανοικτά με τον αγγλικό καπιταλισμό. Αυτή η τελευταία περίοδος αποτέλεσε και το απόγειο του χαρτισμού και από την δεκαετία του 1860 ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέλυαν ήδη τα σημάδια αστοποίησης ενός στρώματος της αγγλικής εργατικής τάξης. Τα γεγονότα του 1848 στο Παρίσι ήταν το αποκορύφωμα μιας διαδικασίας που ξεκίνησε με την Γαλλική Επανάσταση, που έκανε την Γαλλία, και όχι την Αγγλία, το επίκεντρο από το οποίο αναδείχθηκε το πολιτικό εργατικό κίνημα του 19ου αιώνα. Ο κεντρικός ρόλος της Γαλλίας τερματίσθηκε με την συντριβή της Παρισινής Κομμούνας το 1871 και στην συνέχεια η ηγεσία του κινήματος πέρασε σε αυτό που θα αποτελέσει και το έσχατό του υπόδειγμα, δηλαδή το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και τον συνδικαλιστικό του βραχίονα. Λίγο αργότερα ο Κάουτσκυ έγραψε ότι το κλασσικό εργατικό κίνημα πήρε την πολιτική του οικονομία από την Αγγλία, την πολιτική του από την Γαλλία και την φιλοσοφία του από την Γερμανία, παρ’ όλο που αυτό ήταν ήδη ένα ιδεολόγημα που ερχόταν σε αντίθεση με την διατύπωση του Μαρξ και του Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», σύμφωνα με την οποία ο κομμουνισμός δεν είναι παρά μια πραγματική κίνηση που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας και όχι η δημιουργία παγκοσμίων αναμορφωτών.
Ο γερμανικο-πολωνο-ρωσικός διάδρομος
Ιδωμένη κατ’ αυτόν τον τρόπο η ιστορία του κλασσικού εργατικού κινήματος μοιάζει να είναι η ιστορία του προς ανατολάς κινήματος του επικέντρου του. Γι’ αυτό δεν αποτελεί μυστικό για κανέναν ότι λίγο μετά αφότου ο Κάουτσκυ διατύπωσε αυτόν τον ορισμό το επίκεντρο της εργατικής επανάστασης μετατοπίστηκε από την Γερμανία στην Ρωσία ή καλύτερα στον γερμανο-πολωνο-ρωσικό διάδρομο (και ενσαρκώθηκε από φυσιογνωμίες όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ) το 1905 και με πιο δραματικό τρόπο το 1917. Η ιστορία του κλασσικού εργατικού κινήματος είναι μια ιστορία που διέπεται από συνέχειες και ριζικές ασυνέχειες και, κατά την μεταβίβαση της ηγεμονίας από την Γαλλία στην Γερμανία μετά το 1871, όπως και κατά την μεταβίβαση της ηγεμονίας από την Γερμανία στην Ρωσία μετά το 1917, οι νεωτεριστές είναι πάντοτε θεωρητικοί. Δεν χρειάζεται παρά μονάχα να θυμηθούμε (δίχως να είμαστε «λενινιστές», «τροτσκιστές» ή «μπορντιγκιστές») τα παραδείγματα του Λένιν, του Τρότσκυ και του Μπορντίγκα, που μοιάζουν αιρετικοί από την πλεονεκτική θέση του προηγούμενου κυρίαρχου υποδείγματος.
«Το γύρισμα της ιστορίας κατά το οποίο η ιστορία δεν μπόρεσε να γυρίσει» ήταν η έκφραση που χρησιμοποίησε ο C.L.R. James σχετικά με τον διεθνή αντίκτυπο της Ρωσικής Επανάστασης του 1917. Πριν από αυτήν την χρονιά οι Ρώσοι επαναστάτες ήταν κυρίως αφανείς προσωπικότητες που βρίσκονταν στο περιθώριο του διεθνούς κινήματος, των οποίων οι γιγάντιοι φραξιονιστικοί αγώνες στο θερμοκήπιο της εξορίας έμοιαζαν συχνά ακατανόητοι στις μεγάλες προσωπικότητες του σοσιαλιστικού κινήματος της Κεντρικής Ευρώπης που προσπαθούσαν να παίξουν σε αυτές τον ρόλο του επιδιαιτητή. Η θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκυ, που διατυπώθηκε πριν από το 1917 (και η οποία στηρίχθηκε σε διατυπώσεις παρόμοιες με αυτές που είχε κάνει ο Μαρξ το 1848 για την Γερμανία), ήταν σχεδόν μοναδική στο είδος της, ακόμη και μέσα στο ρωσικό κίνημα, καθώς ανέθετε τον ηγετικό ρόλο της επερχόμενης ανατροπής του τσαρισμού στην εργατική τάξη. Ουσιαστικά όλοι οι άλλοι Ρώσοι επαναστάτες, συμπεριλαμβανομένου και του Λένιν, παρέμεναν παγιδευμένοι στην γραμμική και εξελικτική αντίληψη της ιστορίας, που είχαν κληρονομήσει από τους ιερούς κανόνες της Δεύτερης Διεθνούς, με επίκεντρο το γερμανικό SPD. Μόνο τα γεγονότα του 1917 στην Ρωσία ανάγκασαν τον Λένιν να έρθει σε ρήξη με το ορθόδοξο παρελθόν του και να αποδεχθεί μια εκδοχή της αντίληψης του Τρότσκυ, με βάση την οποία το Μπολσεβίκικο Κόμμα οργάνωσε την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ακόμη κι ένας καλοπροαίρετος παρατηρητής, όπως ο Αντόνιο Γκράμσι, αποκάλεσε την Οκτωβριανή Επανάσταση μια «επανάσταση ενάντια στο ‘Κεφάλαιο’ του Μαρξ» -μια διατύπωση με την οποία έσπευσαν να συμφωνήσουν οι αντίπαλοι των Μπολσεβίκων στην Ρωσία: οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες. Μια προλεταριακή επανάσταση σε μια χώρα όπου μόλις το 1,5% του πληθυσμού εργαζόταν στην βιομηχανία έμοιαζε να είναι ένας βολονταριστικός παραλογισμός, εάν αυτή ιδωθεί έξω από το πλαίσιο της στρατηγικής της «διαρκούς επανάστασης».
Είναι βασικό να κατανοήσουμε αυτό το «κοσμικό συνεχές» του διεθνούς κινήματος, και ειδικά την επαναστατική του αιχμή, επειδή η ιστορία του παρήγαγε τις κατηγορίες της σκέψης με τις οποίες ο περισσότερος κόσμος, έως πρόσφατα, ανέλυε την τροχιά που αυτό διέγραψε –κατηγορίες που έχουν διαποτίσει την σκέψη μας μέχρι σήμερα. Αν η δυτική επαναστατική αριστερά βρίσκεται ολοφάνερα σε κρίση, η κρίση αυτή οφείλεται εν μέρει στην αποτυχία ενός παλιού θεωρητικού υποδείγματος και στην απουσία ενός νέου για την κατανόηση τόσο του παρόντος του και του μέλλοντος, η οποία απαιτεί κατ’ ανάγκην την επανερμηνεία του παρελθόντος.
Η Ρωσική Επανάσταση, κατά την αντίληψη των ίδιων των Μπολσεβίκων, ουδέποτε θεωρήθηκε -εν αντιθέσει με τις κοινοτοπίες διαφόρων ελευθεριακών και υπεραριστερών κύκλων- ως μια επανάσταση για την πραγματοποίηση της κατοπινής τερατώδους επινόησης του Στάλιν, του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα». Ήταν κατά το μάλλον ή ήττον ένα απροσδόκητο προγεφύρωμα σε μια αναμενόμενη παγκόσμια επανάσταση μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η επανάσταση το θαυμαστό έτος 1919 φαινόταν πολύ κοντά στην πραγματοποίησή της στην Γερμανία, στην Αυστρία, την Ιταλία, την Ουγγαρία, κι ακόμη, για μια βραχεία περίοδο, στην Αγγλία (Ιανουάριος 1919), ενώ είχε ως επακόλουθο ένα σοβαρό απεργιακό κύμα στην Γαλλία και ένα κύμα απεργιών σε κάθε ήπειρο, συμπεριλαμβανομένης και της εκτεταμένης σφαίρας των αποικιών. Το κέντρο της μπολσεβίκικης στρατηγικής, όπως γνώριζε ο καθένας τότε, ήταν η Γερμανία όπου υπήρχαν οι προηγμένες υλικές συνθήκες για να διευκολύνουν την έξοδο της Ρωσίας από την καθυστέρηση. Όμως η γερμανική επανάσταση ηττήθηκε με μια ανισομερή διαδικασία, αφενός μιας ανηλεούς καταστολής και μιας αφομοίωσης αφετέρου, η οποία διήρκεσε από το 1918 έως το 1921 (με κατακλείδα το 1923). Η Ρωσική Επανάσταση απομονώθηκε και απέκρουσε την τελευταία στρατιωτική εξωτερική επέμβαση (στην οποία συμμετείχαν και αμερικανικά στρατεύματα) μόλις το 1921. Η ιστορία δεν άλλαξε πορεία και οι άμεσες συνέπειες της ήττας διήρκεσαν τουλάχιστον έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Τα πρώτα χρόνια μετά το 1917 οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι και οι σύμμαχοί τους εντός του διεθνούς κινήματος (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που στο τέλος τούς εναντιώθηκαν εξ αριστερών, όπως για παράδειγμα το KAPD, το οποίο ανατίναζε τρένα που μετέφεραν πολεμοφόδια και όπλα στους Λευκούς έως τα τέλη του 1921) εξακολουθούσαν να εκλαμβάνουν την Ρωσική Επανάσταση πιο πολύ ως την πρώτη, και σχεδόν τυχαία, αψιμαχία μιας διεθνούς διαδικασίας που είχε ως επίκεντρό της την Γερμανία. Όμως αυτές οι αλκυονίδες μέρες δεν μπόρεσαν να διαρκέσουν περισσότερο και η εμφάνιση της θεωρίας του Στάλιν περί «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα» το 1924 (ως ελάχιστος ορισμός της τελικής ήττας της διεθνιστικής ορμής της επανάστασης) μετέβαλε ριζικά την εσωτερική δυναμική εκείνης της σημαντικής μερίδας του διεθνούς εργατικού κινήματος που προσανατολίσθηκε προς το νεαρό σοβιετικό κράτος. Η ιστορία που επακολούθησε όσον αφορά την Ρωσία και τα αδελφά κόμματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς είναι αρκετά γνωστή. Τα τελευταία μετεβλήθησαν γοργά σε όργανα της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής και υπέταξαν τις ριζοσπαστικές εργατικές μερίδες της Δύσης και τα εθνικιστικά κινήματα του αποικιακού κόσμου στον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων που επικρατούσε μέσα στο ρωσικό κόμμα και στην ρωσική κοινωνία καθώς και στην αντίστοιχη διεθνή στρατηγική αυτών των δυνάμεων. Το μεγαλύτερο μέρος του κλασσικού εργατικού κινήματος, κατά συνέπεια, έμαθε να «μιλά ρωσικά» για μια ολόκληρη εποχή.
Η εξέλιξη της Ρωσικής Επανάστασης επέφερε διάφορες επιπτώσεις στο εργατικό κίνημα. Αποτελούσε ήδη μια τομή με τον κόσμο προ του 1914 το γεγονός ότι ένα πολιτικό κόμμα, με καταβολές από την Δεύτερη Διεθνή, το οποίο αποκαλούσε τον εαυτό του «μαρξιστικό», βρισκόταν επικεφαλής ενός κράτους που αποκαλούσε τον εαυτό του «σοσιαλιστικό». Αποτελούσε επίσης ακόμη μεγαλύτερη τομή το γεγονός ότι μέσα σε μία δεκαετία το κράτος αυτό είχε προσλάβει έναν άρδην αυταρχικό, για να μην πούμε ολοκληρωτικό, χαρακτήρα, όταν η φράξια του Στάλιν επεκράτησε επί της τελευταίας οργανωμένης αντιπολίτευσης στο εσωτερικό του ρωσικού κόμματος, για να μην αναφέρουμε αυτούς που βρίσκονταν έξω από αυτό. Ό,τι συνέβη στους Ρώσους επαναστάτες στο εσωτερικό της Δεύτερης Διεθνούς, το ίδιο συνέβη και στην εσωτερική ζωή του Μπολσεβίκικου Κόμματος: το 1928 η διαπάλη των φραξιών στο εσωτερικό του ρωσικού κόμματος και η σημασία της ήττας του Τρότσκυ έγινε κατανοητή μονάχα από μια μικρή μερίδα κομμουνιστών στο εξωτερικό.
Όμως η δημιουργία του πρώτου «σοσιαλιστικού» κράτους, υπό την ηγεσία ενός δήθεν «μαρξιστικού» κόμματος, το οποίο από το 1924 διακήρυττε το άγνωστο και αδιανόητο προηγουμένως δόγμα του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα», δεν εξάντλησε τις καινοτομίες της Ρωσικής Επανάστασης και της δημιουργίας της Κομιντέρν. Εξίσου σημαντική, και μακροπρόθεσμα σημαντικότερη, ήταν η ολόπλευρη εμφάνιση του προ του 1914 αποικιακού κόσμου ως ενεργός δύναμη της παγκόσμιας ιστορίας. Η προς ανατολάς μετατόπιση του επίκεντρου της επανάστασης από την Γαλλία στην Γερμανία και από την Γερμανία στην Ρωσία δεν σταμάτησε στην Ρωσία. Κατά την δεκαετία μετά το 1917 επεκτάθηκε με τις αντιαποικιακές επαναστάσεις στο Μαρόκο, στην Αίγυπτο, στην Ινδία και την Κίνα καθώς με τον αναβρασμό του 1918 στην πιο προηγμένη ασιατική καπιταλιστική χώρα: την Ιαπωνία. Αν δούμε το ρωσικό 1905 και 1917 από την πλεονεκτική θέση της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε την συνέχεια και την ασυνέχειά τους με το κλασσικό εργατικό κίνημα της Δύσης.
Για τον αποικιακό κόσμο η Ρωσική Επανάσταση υπήρξε ένα εθνικιστικό γεγονός
Όμως για τον μη δυτικό κόσμο το 1905 και ειδικά το 1917 είχε ένα διαφορετικό και φαινομενικά βαθύτερο νόημα. Η επανάσταση του 1905 στην Ρωσία είχε τεθεί σε κίνηση από την ρωσική ήττα από την Ιαπωνία. Για τον μη δυτικό αποικιακό κόσμο η νίκη της Ιαπωνίας ήταν ένα κοσμοϊστορικό γεγονός πρωταρχικής σημασίας. Για πρώτη φορά μια μη δυτική χώρα κατόρθωνε να νικήσει μια δυτική δύναμη με τα δικά της αναπτυξιακά οικονομικά όπλα και την δική της σύγχρονη πολεμική τεχνολογία. Η νίκη της Ιαπωνίας το 1905 προκάλεσε παντού τον ενθουσιασμό των εγχρώμων αποικιακών λαών, όπως ενθουσίασε επίσης και τους μαύρους κατοίκους της Αμερικής σε μια προηγμένη καπιταλιστική χώρα, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η σημασία της ανάδυσης της Ιαπωνίας δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να υποτιμηθεί όσον αφορά την ανάπτυξη του μη δυτικού αποικιακού κόσμου στην πορεία του 20ού αιώνα και δεν μπορεί να υποτιμηθεί επίσης και για τις πρώην αποικιακές χώρες που κατέκτησαν την ανεξαρτησία τους μετά τον Πρώτο και ειδικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ιαπωνία, ακόμη και στην πιο επιθετική ιμπεριαλιστική της περίοδο, (από το 1931 έως το 1945) μπορούσε εν μέρει να παρουσιάζεται ενώπιον των λαών ότι κατανίκησε ως ελευθερωτής την δυτική αποικιακή καταπίεση.
Η αίσθηση που προκάλεσε στον αποικιακό κόσμο η νίκη της Ιαπωνίας επέδρασε επίσης στον τρόπο με τον οποίον ο ίδιος αντελήφθη την σημασία της Ρωσικής Επανάστασης του 1905 και του 1917. Ενώ η Ρωσία ήταν αναμφισβήτητα μια δυτική δύναμη και η «μεγάλη φυλακή των εθνών», με αυτοκρατορικές φιλοδοξίες ιδίω δικαιώματι, βρισκόταν επίσης στο επίπεδο μιας ενδιάμεσης χώρας που βρισκόταν υπό το βάρος ενός εξωτερικού χρέους και υπό την απειλή της Βρετανικής και της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες μετά το 1919 παρέμειναν οι δύο κατεξοχήν αποικιακές δυνάμεις. Η Ρωσική Επανάσταση του 1917, επομένως, θεωρήθηκε από τον αποικιακό και ημιαποικιακό κόσμο (και από σημαντικά στοιχεία μέσα στην ίδια την Ρωσία) περισσότερο ως ένα επιτυχημένο κίνημα εθνικής παλιγγενεσίας παρά ως μια επιτυχημένη και σημαντική μάχη της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης με επίκεντρό της την Γερμανία, παρ’ όλο που η επανάσταση δεν νίκησε ποτέ σε αυτήν την τελευταία. Ειδικά μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν ο διεθνιστικός και «κοσμοπολιτικός» προσανατολισμός προς την εργατική τάξη της Δύσης χάθηκε λόγω του εθνικιστικού δόγματος του Στάλιν περί «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα», η σημασία της Σοβιετικής Ένωσης και της Κομιντέρν στον αποικιακό και ημιαποικιακό κόσμο βρέθηκε στο ίδιο επίπεδο με την σημασία της ιαπωνικής νίκης του 1905, με τον ίδιο κεντρικό πυρήνα της εθνικιστικής αυτοπροβολής (βλ. το κείμενό μου, From National Bolshevism to Ecologism).
Αυτή η νέα διάσταση της διεθνούς εργατικής ταξικής πολιτικής, μαζί με την ίδια την ύπαρξη του σοβιετικού κράτους, αποτέλεσε το σημείο καμπής στην ιστορία του κλασσικού εργατικού κινήματος του 20ου αιώνα. Όποιες κι αν ήταν οι αυταπάτες που περιέβαλαν την αυτοκατανόησή του ή την κατανόησή του από αυτούς που το παρακολουθούσαν ή το αντιμάχονταν, το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες έδινε πάντα την εντύπωση ενός κινήματος τάξης εναντίον τάξης. Σε κανένα σημείο πριν από το 1917 το κίνημα, προφανώς, δεν βρέθηκε ποτέ υπό την επίδραση της εξωτερικής πολιτικής, των συμφερόντων και των αναγκών ενός, δήθεν, «εργατικού κράτους» ή αργότερα υπό την επίδραση του μοντέλου του σοσιαλισμού που αυτό το κράτος ισχυριζόταν ότι εκπροσωπούσε. Όμως ακόμη λιγότερο δεν είχε επηρεαστεί ευθέως το κλασσικό εργατικό κίνημα από αγώνες που διεξάγονταν στον αποικιακό ή στον ημιαποικιακό κόσμο ή, μετά τον θρίαμβο της Κινεζικής Επανάστασης το 1949, από τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που υποτίθεται ότι υπήρχαν εκεί. Αν το εργατικό κίνημα ήταν πάντοτε «διεθνές» ως προς τον τρόπο με τον οποίο τελικώς αντιλαμβανόταν το ίδιο τον εαυτό του, στην πραγματικότητα ήταν, προ του 1914, μια περισσότερο πάνω-κάτω ευρωπαϊκή και βορειοαμερικανική υπόθεση με απόηχο και επίδραση στην Ιαπωνία και την Λατινική Αμερική. Από το 1905 έως το 1917 οι συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε το κλασσικό εργατικό κίνημα στην Δύση άρχισαν να μεταβάλλονται ραγδαία. Αν και υπήρξε πρόοδος ως προς την διεθνοποίηση, το τίμημα ήταν μια μεγάλη λοξοδρόμηση της θεωρητικής κατανόησης αυτού που είχε συμβεί και αυτού που εκτυλισσόταν. Τούτο αληθεύει ειδικά επειδή η πιο ριζοσπαστική φάση του κινήματος (από το 1890 έως το 1920) άρχισε να αχνοσβήνει ως πλαίσιο αναφοράς, καθώς ο αποικιακός και ημιαποικιακός κόσμος βάδιζε προς το δράμα της δεκαετίας του 1920 (στην πραγματικότητα, αυτό συνέβη εν μέρει εξαιτίας της υποχώρησης του επαναστατικού κύματος του δυτικού εργατικού κινήματος). Πραγματοποιήθηκε η σύζευξη των παλιών παραδόσεων της «τάξης εναντίον τάξης» με τα συμφέροντα ενός εθνικού κράτους και τους «αντιιμπεριαλιστικούς» αγώνες, και αργότερα με κράτη στον αποικιακό και ημιαποικιακό κόσμο, γεγονός που συνιστούσε έναν μετασχηματισμό της ταξικής πάλης στην Δύση από ένα «κάθετο» σε ένα «οριζόντιο» πλαίσιο. Οι πλήρεις συνέπειες αυτών των εξελίξεων θα διαρκέσουν έως την περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σχετικά με την εικόνα που σκιαγραφήσαμε παραπάνω θα μπορούσαν να εγερθούν ορισμένες ενστάσεις, με τις οποίες θα ασχοληθούμε αμέσως. Η πρώτη ένσταση είναι ότι ο καπιταλισμός υπήρξε πάντοτε ένα καθ’ ολοκληρίαν διεθνές φαινόμενο και ότι ήδη τον 17ο αιώνα η πολιτική οικονομία του Ατλαντικού –στην οποία περιλαμβάνονταν η Βόρειος Αμερική, η Καραϊβική, η Λατινική Αμερική και η Δυτική Αφρική- έχει να επιδείξει διεθνή κύματα αγώνων μισθωτών, αγροτών, δούλων και Ινδιάνων. Αυτή η τάση κορυφώνεται με την διεθνή διάσταση της Γαλλικής Επανάστασης, εν πρώτοις με τις πλήρεις διεθνείς επιπτώσεις της από την Αγγλία έως την Ρωσία και από την Ανατολική Μεσόγειο έως το Δυτικό Ημισφαίριο, και εν τέλει με την Αϊτινή Επανάσταση, η οποία συνέτριψε τα σχέδια του Ναπολέοντα στο Δυτικό Ημισφαίριο και τον ανάγκασε το 1803 να πουλήσει την Λουιζιάνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια δεύτερη ένσταση που θα μπορούσε να εγερθεί είναι ότι δεν λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας την επίδραση που άσκησε η άνοδος της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού στο κλασσικό εργατικό κίνημα, ειδικά μετά το 1870, πολύ πριν τα γεγονότα του 1905 και του 1917. Σε αυτήν την δεύτερη ένσταση θα απαντήσουμε παρακάτω. Ως προς την πρώτη, δώσαμε ιδιαίτερη έμφαση στο κίνημα των μισθωτών στον κόσμο του Βορείου Ατλαντικού και ειδικά στην Αγγλία και την Γαλλία και στα κινήματα που ακολούθησαν, επειδή το κίνημα αυτό ήταν που έδωσε τον τόνο και παρείχε τα πρότυπα του διεθνούς κινήματος κατά την μετατόπισή του από το επίκεντρό του από δυσμάς προς ανατολάς.
Θα παρουσιάσουμε το σκηνικό του ιμπεριαλισμού του ύστερου 19ου αιώνα και την επίδρασή του στο κλασσικό εργατικό κίνημα προκειμένου να προχωρήσουμε κατόπιν στην καρδιά του ζητήματος που έθεσε η αλλαγή της κατάστασης που σημειώθηκε κατά την περίοδο 1905-1917. Η ερμηνεία αυτής της εξέλιξης από την ριζοσπαστική πτέρυγα του κινήματος μετά το 1921 έγινε ένας σημαντικός, αν όχι ο σημαντικότερος, «επιστημολογικός φακός» επί αυτού του φαινομένου. Απέκτησε καίρια σημασία για την ανάλυση της φύσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, της τύχης του κινήματος και εν τέλει της ήττας και της αποτυχίας του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος κατά την περίοδο 1917-1921, που άφησε τελικά τα σοβιετικό κράτος –το οποίο εστράφη εναντίον της παγκόσμιας επανάστασης- απομονωμένο επί σχεδόν 25 χρόνια.
Από την γερμανική και την ιταλική ενοποίηση στην αποαποικιοποίηση
Θα ξεκινήσουμε υπενθυμίζοντας ορισμένα σημαντικά πράγματα που δεν είναι και τόσο προφανή για τον σύγχρονο αναγνώστη. Το 1914 η μεγάλη πλειονότητα των σημερινών εθνικών κρατών ανήκε σε κάποια αυτοκρατορία της εποχής –την βρετανική, την γαλλική, την αυτοκρατορία των Χοεντζόλερν ή των Αψβούργων, την ρωσική ή την οθωμανική- ενώ άλλες ζώνες περιλαμβάνονταν στις αποικίες των ΗΠΑ, της Ολλανδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας. Τα περισσότερα από τα σημερινά εθνικά κράτη απέκτησαν την τυπική τους ανεξαρτησία διαμέσου αντιαποικιοκρατικών κινημάτων μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και, πάνω απ’ όλα, κατά την διάρκεια αποαποικιοποίησης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την περίοδο 1945-1962. Στις πορτογαλικές αποικίες και στην Ινδοκίνα διεξήχθησαν αντιαποικιακοί και αντιιμπεριαλιστικοί πόλεμοι κατά την περίοδο 1962-1975. Η Λατινική Αμερική, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία του από την Ισπανία από το 1826, ήταν στην πραγματικότητα υποτελής του νεοαποικιακού καθεστώτος του βρετανικού, του γαλλικού και –μετά την δεκαετία του 1890- του αμερικανικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός γεννήθηκε τις δεκαετίες μετά την κρίση του 1873 και κορυφώθηκε το 1885 με το Συνέδριο του Βερολίνου, που συνήλθε για να αποφασίσει την διανομή της Αφρικής μεταξύ των δυτικών δυνάμεων, και εν συνεχεία με τον δυτικό αποικισμό του μεγαλύτερου μέρους του εναπομείναντος κόσμου στην Ασία και την Ωκεανία. Τα γενεσιουργά αίτια αυτής της ιμπεριαλιστικής αρπαγής γης έχουν εξεταστεί ευρέως και δεν μπορούν να μας απασχολήσουν εδώ. Εν τούτοις, αυτό το φαινόμενο, που ήδη άρχισε να μετατρέπει τις εξελίξεις στην Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Ασία σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων, αποτελούσε μέρος ενός εκ βάθρων μετασχηματισμού της πολιτικής ζωής στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Από αυτήν την άποψη το κλασσικό εργατικό κίνημα είχε ήδη «διεθνοποιηθεί» από το 1905.
Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονείται ότι μόλις στα τέλη του 1870 μεταξύ του αρχικού βορειοατλαντικού πυρήνα του καπιταλισμού, με κέντρο του την Αγγλία, την Γαλλία, το Βέλγιο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, και τις αυτοκρατορίες που κυριαρχούσαν στην Ανατολική Ευρώπη, η Ιταλία και η Γερμανία δεν είχαν συγκροτηθεί πλήρως ως εθνικά κράτη. Μια τόσο μεγάλη αλλαγή στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων -δηλαδή η ανάδυση μιας ενωμένης Ιταλίας και μιας ενωμένης Γερμανίας, σε συνδυασμό με την διαμόρφωση του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού κατά το διάστημα 1870-1914- δεν μπορούσε παρά να έχει σημαντική επίδραση στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα και να δημιουργήσει, ειδικά στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, μια ατμόσφαιρα γενικώς φορτισμένη τόσο από το εθνικό όσο και από το κοινωνικό ζήτημα.
Πράγματι, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, και αργότερα οι Γερμανοί, Αυστριακοί και Ρώσοι θεωρητικοί της Δεύτερης Διεθνούς, έπρεπε να δώσουν μεγάλη προσοχή στο εθνικό ζήτημα όσον αφορά τις καταπιεζόμενες μειονότητες που βρίσκονταν στις τέσσερις κεντρικές και ανατολικές ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες (όπως επίσης έδωσαν μεγάλη προσοχή στο ιρλανδικό ζήτημα σε σχέση με την πολιτική της βρετανικής εργατικής τάξης).
Πράγματι, λίγο αναγνωρίζεται η κεντρική σημασία του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων και των στρατηγικών επιλογών του εργατικού κινήματος στο πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής και μεγάλο μέρος του έργου του Μαρξ και του Ένγκελς, και ως εκ τούτου και η παράδοση του παλαιού κινήματος. Γι’ αυτούς η φράση «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα», που διατυπώνουν στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», δεν ήταν μια απλή ρητορική έκφραση, αλλά ένα οδηγητικό νήμα για την κατανόηση των εξαιρετικά πολύπλοκων σχέσεων μεταξύ της τάξης, του έθνους και της διεθνούς πολιτικής. Είδαν εξαρχής το κίνημα της εργατικής τάξης ως ένα, πρώτα από όλα, κίνημα διεθνές και ανέλυσαν την εξέλιξή του σε κάθε εθνικό του τομέα σε σχέση με μια στρατηγική οπτική της διεθνούς κατάστασης συνολικά. Τα ζητήματα της εθνικής ενοποίησης και η στάση που τηρούσαν η Βρετανία, η Γαλλία και οι αυτοκρατορίες της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης ήταν θεμελιώδους σημασίας στις επαναστάσεις του 1848, με τις οποίες αυτά τα ζητήματα έφθασαν στην πλήρη ωριμότητά τους, όπως εξίσου κεντρικής σημασίας υπήρξε το ζήτημα της εθνικής ενοποίησης της Ιταλίας και ειδικά της Γερμανίας την δεκαετία του 1860. Το βασικό κριτήριο με το οποίο ο Μαρξ και ο Ένγκελς αντιμετώπιζαν αυτά τα ζητήματα στις αναλύσεις τους ήταν πάντοτε να ευνοούν ό,τι θα μπορούσε να ενώσει την εργατική τάξη και να αντιτίθενται σε ό,τι θα μπορούσε να την διασπάσει. Στα σχετικά κείμενα του Μαρξ και του Ένγκελς δεν υπάρχει μια αφηρημένη στάση έναντι του ζητήματος της «εθνικής απελευθέρωσης» ή του εθνικισμού με βάση την οποία αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα κάθε φορά αυτά τα ζητήματα. Το πλαίσιο τους ήταν πάντοτε η διεθνής δυναμική. Έτσι, παραδείγματος χάριν, τάχθηκαν εναντίον των εθνικών επαναστάσεων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επειδή η εξασθένιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα απέβαινε προς όφελος της ρωσικής τσαρικής αντίδρασης.
Ο Μαρξ πέθανε το 1883 και είχε λίγο χρόνο στην διάθεσή του να αφιερώσει στην ανάλυση του ιμπεριαλισμού, που έκανε τότε για πρώτη φορά την εμφάνισή του. Όντως, το νωρίτερο πριν από την δεκαετία του 1890, οι θεωρητικοί της Β΄ Διεθνούς έδωσαν λίγη προσοχή στις κοινωνικές εξελίξεις στην Αφρική, την Λατινική Αμερική και την Ασία και οι περισσότεροι από αυτούς αντιμετώπιζαν την αποικιοποίηση αυτών των ζωνών από μια άποψη που ελάχιστα διέφερε από εκείνη των ιδεολογικών εκπροσώπων του ιμπεριαλισμού, το πνεύμα του οποίου εξέφρασε γλαφυρά το ποίημα «Το χρέος του Λευκού ανθρώπου». Όντως, πριν από τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο και την Ρωσική Επανάσταση του 1905 οι περισσότεροι αντιαποικιακοί αγώνες θεωρήθηκαν ως αγώνες οπισθοδρομικοί και στερούμενοι οποιουδήποτε κοινωνικού περιεχομένου άξιου ενδιαφέροντος για τους σοσιαλιστές των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Αρκεί κανείς να παρατηρήσει την διαφορά που υπήρξε ανάμεσα στην επίδραση που άσκησε η ήττα της Ιταλίας από την Αιθιοπία ή η ήττα της Βρετανίας υπό τον στρατηγό Γκόρντον στο Χαρτούμ του Σουδάν την ίδια χρονιά με τον παγκόσμιο αντίκτυπο που είχε η νίκη της Ιαπωνίας επί της Ρωσίας το 1905 για να διαπιστώσει πόσο η κατάσταση είχε αλλάξει.
Όμως, η νέα παγκόσμια αποικιοκρατία και ο ανταγωνισμός μεταξύ των αποικιοκρατικών δυνάμεων είχαν, το αργότερο έως τα μέσα της δεκαετίας του 1890, δημιουργήσει μια νέα πολιτική πραγματικότητα, η οποία έμελε να επηρεάσει το εργατικό κίνημα της Δύσης. Η γερμανική κατάληψη και κατοχή του Κιάο-Τσάο της Κίνας το 1898 σηματοδότησε ίσως για πρώτη φορά την νέα σημασία της Άπω Ανατολής στην παγκόσμια πολιτική των μεγάλων δυνάμεων (καταδεικνύοντας ότι «η πρώτη υποανάπτυκτη χώρα» ανταγωνιζόταν τώρα διεθνώς τις παλαιότερες παγκόσμιες αυτοκρατορίες, τον παλαιό βρετανικό και γαλλικό ιμπεριαλισμό) μαζί με την κατάληψη της Κορέας από την Ιαπωνία σηματοδοτώντας την έλευση στον ορίζοντα μιας νέας ιμπεριαλιστικής δύναμης μία δεκαετία πριν από το 1905. Η αντιπαράθεση Αγγλίας-Γαλλίας, που βρέθηκαν στα πρόθυρα πολέμου για την κατοχή της θέσης Φασόντα στον Νείλο το 1898, ήταν ένα ακόμη βήμα μέσα σε αυτήν την διαδικασία. Η ήττα της Ισπανίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1898 τις κατέστησαν αποικιακή δύναμη (με την κατοχή της Κούβας, των Φιλιππίνων και του Πουέρτο Ρίκο) πέραν της Βορείου Αμερικής σε ένα εντελώς νέο επίπεδο. Η κούρσα των ναυτικών εξοπλισμών και η γενικότερη κούρσα πολεμικών εξοπλισμών, την οποία είχε ήδη αναλύσει ο Ένγκελς κατά την δεκαετία του 1880, προσέλαβε νέες διαστάσεις καθώς ο κόσμος εισήρχετο σε δύο δεκαετίες φόβων για τυχόν διεξαγωγή παγκοσμίου πολέμου πριν από το πραγματικό του ξέσπασμα το 1914.
Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, οι φόβοι για την διεξαγωγή παγκοσμίου πολέμου και η κούρσα των εξοπλισμών αποτελούσαν τις διεθνείς διαστάσεις της πορείας προς έναν εκ βάθρων μετασχηματισμό του κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος του εργατικού κινήματος στην Δύση κατά τις δεκαετίες που προηγήθηκαν του 1914. Η αποκαλούμενη «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση» βασίστηκε στην ηλεκτρονική, στα χημικά και στο –καινούργιο- τεϋλορικό σύστημα μαζικής παραγωγής, στην εμφάνιση μαζικών πολιτικών κομμάτων (συμπεριλαμβανομένου και των εργατικών κομμάτων της Β΄ Διεθνούς, η οποία ιδρύθηκε το 1889), την επανεμφάνιση του αντισημιτισμού ως μείζονα δύναμη στην ευρωπαϊκή πολιτική, στην άνοδο ενός νέου είδους εθνικιστικού σωβινισμού (ενώ ο εθνικισμός προ του 1890 είχε θεωρηθεί ευρέως μια φιλελεύθερη αντίληψη που συνδέεται με την οικοδόμηση αστικών εθνικών κρατών), στην άνοδο των καρτέλ και στην συγκέντρωση του τραπεζικού συστήματος. Οι παράγοντες αυτοί συνέβαλαν στην σταδιακή εξάλειψη της προηγούμενης κλειστής ατμόσφαιρας στα πολιτικά πράγματα, που θύμιζε περισσότερο μια κλειστή λέσχη κυρίων, καθώς και στην άνοδο της ποιότητας του κοινοβουλευτισμού που επικρατούσε σε διάφορες χώρες προ του 1870 όπου ο αγγλικός και ο γαλλικός φιλελευθερισμός αποτελούσαν παντού πρότυπα προς μίμησιν.
Από διεθνούς οικονομικής απόψεως τα σημαντικότερα φαινόμενα της περιόδου 1870-1914 ήταν η σταθερή έκπτωση της αγγλικής βιομηχανίας σε καθεστώς πρώτου μεταξύ ίσων λόγω της ανόδου των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερμανίας, και τελικά, περί το 1900, η οριστική άνοδος των τελευταίων σε μια βιομηχανικώς ανώτερη θέση επί της Αγγλίας. Δεν αποτελεί υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας ιστορίας από το 1900 έως το 1945 ήταν η συνεχής προσπάθεια εναρμονισμού των διεθνών οργανισμών, και ειδικά των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με την νέα κατάσταση που άρχισε να διαμορφώνεται το 1900.
Η έλευση της μη παραγωγικής μεσαίας τάξης
Όμως η έκλειψη της παγκόσμιας αγγλικής βιομηχανικής υπεροχής εξαιτίας των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερμανίας (γεγονός που είχε ήδη αρχίσει να συζητείται από την δεκαετία του 1870) δεν αποτελούσε απλώς μια «οικονομική» πραγματικότητα. Παρουσίαζε πλέον σε άλλες χώρες δύο «μοντέλα» οικονομικής ανάπτυξης. Αν η Γερμανία άσκησε στην αρχή την μεγαλύτερη επίδραση, αυτό οφείλετο στο γόητρό της (λόγω του μακροχρόνιου αγώνα της για να πραγματοποιήσει την εθνική της ενοποίηση) ως η πρώτη «υποανάπτυκτη χώρα» που αναδείχθηκε σε μεγάλη δύναμη· πράγμα που την καθιστούσε εγγύτερη σε πολλά έθνη που βρίσκονταν σε παρόμοια προγενέστερη κατάσταση με εκείνη της Γερμανίας. Κατά την περίοδο 1890-1914, και ιδίως μεταξύ 1914 και 1945, οι Ηνωμένες Πολιτείες δανείσθηκαν πολλούς θεσμούς από την Γερμανία (κεντρικό τραπεζικό σύστημα, καρτέλ, ερευνητικά πανεπιστήμια). Όμως μακροπρόθεσμα οι ΗΠΑ ήταν η χώρα του μέλλοντος. Ο κόσμος, μετά (ή ακόμη και πριν) το 1945 είδε αυτόν τον στόχο (ή αυτήν την απειλή) ως «αμερικανοποίηση», ακόμα κι αν αυτή ήταν κατά πολύ περισσότερο εκγερμανισμένη απ’ όσο συχνά αναγνωρίζεται.
Καθώς ο κόσμος έβγαινε από την «μεγάλη ύφεση» ή από τον «μεγάλο αποπληθωρισμό» της περιόδου 1873-1896 εισήλθε σε μια περίοδο ενός νέου είδους ευημερίας, η οποία προοιώνιζε, με κατά πολύ μέτριο τρόπο, την πενταετία του καταναλωτισμού της δεκαετίας του 1920 και, το σημαντικότερο, την λεγόμενη «κοινωνία της αφθονίας» της περιόδου 1945-1973 (μια ευημερία η οποία ασφαλώς περιοριζόταν κατά κύριο λόγο στην ζώνη των χωρών του ΟΟΣΑ και σε ορισμένες τάξεις και στρώματα στο εσωτερικό της). Αυτή η νέα ευημερία βασιζόταν σε δύο νέες πραγματικότητες του ύστερου 19ου αιώνα: στο μειωμένο κόστος των τροφίμων -και ως εκ τούτου στην μείωση του κόστους των τροφίμων ως ποσοστό επί του συνολικού ποσοστού του εργατικού εισοδήματος- και στο μειωμένο κόστος της μαζικής παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων, που κατέστησαν δυνατό οι νέες μέθοδοι μαζικής παραγωγής. Δεν θα πρέπει κανείς να υπερβάλλει ως προς την έκταση αυτής της ευημερίας, καθώς αυτή επηρέασε την εργατική τάξη των πιο αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, αλλά αποτέλεσε σίγουρα το σκηνικό για την εμφάνιση της διαμάχης στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος σχετικά με τον λεγόμενο «αναθεωρητισμό», η οποία ξεκίνησε επισήμως το 1898.
Η συνάντηση του μαρξισμού με τις νέες πραγματικότητες της περιόδου 1890-1914 είχε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Το έργο του Μαρξ και του Ένγκελς είχε, ασφαλώς, εξελιχθεί από το 1840 έως 1895. Όταν όμως αναγνωρίσθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος του «Κεφαλαίου» είχε γραφτεί κατά την περίοδο της εμφάνισης του πρώτου τόμου το 1867, ότι το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού υλικού που είχε χρησιμοποιηθεί στους τρεις τόμους προερχόταν από τις δεκαετείς εμπορικές κρίσεις των 2/3 του 19ου αιώνα, ότι ο Μαρξ αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του σε άλλα ζητήματα και τέλος ότι ο Ένγκελς, που έζησε περισσότερο από τον Μαρξ κατά μία περίπου δεκαετία, δεν έκανε επιπλέον συνεισφορές στον πυρήνα της θεωρίας, είναι ευκολότερο να καταλάβουμε γιατί οι μαρξιστές της Δεύτερης Διεθνούς (που ιδρύθηκε το 1889 και στην οποία κυριαρχούσε το SPD) αισθάνονταν, κατά την περίοδο 1890-1914, ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια νέα κατάσταση. Ο δεύτερος τόμος του «Κεφαλαίου» εκδόθηκε το 1885 και ο τρίτος το 1893. Οι Αυτού Εξοχότητες του SPD καθιέρωσαν καθ’ όλη την επόμενη δεκαετία το πεδίο της «μαρξιστικής οικονομίας» (εν αντιθέσει με την «κριτική της πολιτικής οικονομίας») και διαπαιδαγώγησαν τους Ρώσους επαναστάτες, που η ορθοδοξία τους σε αυτά τα ζητήματα θα είχε παγκόσμιες επιπτώσεις στην μετά το 1917 δεκαετία. Παρ’ όλο που ο Ένγκελς εξακολούθησε να επιδίδεται σε μια οξυδερκή δημοσιογραφική εργασία και στην συγγραφή εκλαϊκευτικών εργασιών έως το τέλος της ζωής του, υπήρχαν εν τέλει λίγα πράγματα στο έργο των θεμελιωτών του μαρξισμού για να χρησιμεύσουν ως οδηγός στην ριζοσπαστική πτέρυγα της νέας Διεθνούς όσον αφορά τον αναδυόμενο κόσμο του ιμπεριαλισμού, των καρτέλ και των τραστ, του διευρυμένου ρόλου του χρηματιστικού κεφαλαίου, των μαζικών πολιτικών κομμάτων των κατωτέρων στρωμάτων της μεσαίας τάξης, του αντισημιτισμού, του προστατευτισμού, του αναπτυσσόμενου εθνικού σωβινισμού και των φόβων για έναν επερχόμενο πόλεμο, της κούρσας των εξοπλισμών, των πρώτων ενδείξεων ενός νέου καταναλωτισμού, των πρώτων περιγραμμάτων του ευρωπαϊκού «κράτους προνοίας» και του κορπορατισμού και, εν τέλει, των έκδηλων τάσεων αφομοίωσης στο εσωτερικό του ίδιου του σοσιαλιστικού κινήματος.
Σε αυτήν την περίοδο, λοιπόν, ο «μαρξισμός» που κωδικοποιήθηκε από την ορθόδοξη γραφειοκρατία της Δεύτερης Διεθνούς, και ο οποίος πέρασε σε μεγάλο βαθμό στους ιδρυτές της Τρίτης Διεθνούς, κατελήφθη από τις κατηγορίες του κυρίαρχου πνεύματος της εποχής [zeitgeist] και μεταπλάσθηκε για μια εποχή που αντιμετώπιζε σειρά προβλημάτων που, σε τελική ανάλυση, ήταν άγνωστα στον Μαρξ. Επιπλέον, αυτή η μετάπλαση του μαρξισμού από την συνάντησή του με τα νεοκλασικά οικονομικά, την «φιλοσοφία της ζωής» [Lebensphilosophie], την νέα γερμανική κοινωνιολογία (η οποία επίσης γεννήθηκε ως απάντηση στην νέα περίοδο), την αβάν-γκάρντ και την ψυχανάλυση υπερκέρασε τους «ορθοδόξους μαρξιστές», που ήταν κακώς εξοπλισμένοι για να αντιμετωπίσουν τις καινούργιες προκλήσεις. Διαμέσου του Κάουτσκυ, και τελικά διαμέσου του Λένιν, ο μαρξισμός απέκτησε μια ιδιαίτερη έγνοια να ασχολείται με ζητήματα οργάνωσης και συνείδησης, τα οποία, σε τελική ανάλυση, του ήταν εντελώς ξένα. Αυτήν την περίοδο, με την καινούργια έμφαση που δόθηκε στην συνείδηση και την οργάνωση, ο μαρξισμός έχασε την σχέση του με την παραγωγή και την αναπαραγωγή με έναν τρόπο που μπορεί να παραλληλιστεί με την εξέλιξη της πλέον κατεξοχήν αστικής σκέψης (π.χ. την εμφάνιση των νεοκλασικών οικονομικών) (βλ. το κείμενό μου The Remaking of the American Working Class).
Οι κύριοι εκπρόσωποι της ορθοδοξίας της Δεύτερης Διεθνούς ήταν ο Ένγκελς, ο Βίλχελμ Λήμπκνεχτ, ο Καρλ Κάουτσκυ, ο Αύγουστος Μπέμπελ, ο Όττο Μπάουερ, ο Έντουαρτ Μπερστάιν, ο Φρήντριχ Άντλερ και στην Ρωσία τουλάχιστον ο Γκέοργκι Πλεχάνοφ. Από την νεότερη γενιά οι περισσότεροι είχαν εκπαιδευτεί από τον Μαρξ και τον Ένγκελς και έως τον θάνατο του Ένγκελς κάλυπταν την ορθοδοξία τους με τον μανδύα της άμεσης επαφής με τους θεμελιωτές του μαρξισμού (ακόμη κι αν ο Ένγκελς εξαναγκάστηκε, κατά τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, να γράψει μια νέα εισαγωγή στο έργο του Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία», που να εναρμονίζεται με τις ήδη δεσπόζουσες κοινοβουλευτικές και λεγκαλιστικές φιλοδοξίες του SPD). Όμως το SPD, το οποίο επισήμως ιδρύθηκε το 1863, δεν ήταν διόλου ένα αυστηρά «μαρξιστικό» πολιτικό κόμμα. Είχε μια μακρά ιστορία με καταβολές στις προ της ιδρύσεώς του διαμάχες μεταξύ του Μαρξ και του Λασσάλ την δεκαετία του 1850 και είχε ενσωματώσει πολλά άλλα στοιχεία μαζί με τον «ορθόδοξο μαρξισμό», ο οποίος δόθηκε εν τέλει η εντύπωση ότι επεκράτησε την δεκαετία του 1890. Η λασσαλική παράδοση εμπεριείχε ήδη (πράγμα που συνοψίζεται στις τελευταίες μυστικές συναντήσεις του Λασσάλ με τον Μπίσμαρκ) μια ισχυρή τάση προς τον κορπορατισμό και στην συνεργασία με το κράτος. Με την επανάκαμψη του SPD, ύστερα από την περίοδο 1878-1890 κατά την οποία είχε τεθεί εκτός νόμου, παγιώθηκε μέσα στον κομματικό μηχανισμό μια έντονη τάση προς τον επιχειρησιακό συνδικαλισμό [business unionism], τον κοινοβουλευτισμό και τον λεγκαλισμό. Ο Μαρξ είχε γράψει ήδη το 1875 στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» σχετικά με αυτές τις εκδηλώσεις, που συνοψίζονταν στην αυταπάτες του SPD περί «ελεύθερου λαϊκού κράτους». Όμως μερικά καυστικά σχόλια του Μαρξ και του Ένγκελς σχετικά με τους οπαδούς τους στο SPD παρέμειναν αδημοσίευτα και κατ’ ουσίαν έμειναν άγνωστα, όπως και τα «νεανικά κείμενά» τους της δεκαετίας του 1840. Το ηγετικό στρώμα του SPD, που έδινε και τον τόνο της Δεύτερης Διεθνούς, ήταν μια ομάδα θεωρητικώς πεζή. Τούτο δεν θα πρέπει να εκπλήσσει, αφού, από μαρξιστικής απόψεως, οι επαναστατικοί αγώνες από τους οποίους ο Μαρξ έβγαλε τα μεγαλύτερα διδάγματα απουσίαζαν από την ευρωπαϊκή σκηνή από το 1871 έως το 1905 (βλ. Καρλ Κορς, «Μαρξισμός και Φιλοσοφία»). Έτσι αναπόφευκτα, το είδος του «μαρξιστικού υλισμού» που κατέστη δημοφιλής εντός του διεθνούς κινήματος έφερε την σφραγίδα ενός «πραγματιστικού» γκραντουαλισμού, ο οποίος εκδηλώθηκε ανοικτά στην αντιπαράθεση σχετικά με τον αναθεωρητισμό κατά την περίοδο 1898-1902·μια αντιπαράθεση στην οποία επικράτησε η καουτσκική «ορθοδοξία» αλλά μόνο ως φύλλο συκής για την καθημερινή πεζή πρακτική της ενσωμάτωσης στο σύστημα που ακολουθούσε το SPD.
Η μετατόπιση του επίκεντρου της επανάστασης προς ανατολάς
Στις παρυφές αυτού του κόσμου, μέσα στους ρωσικούς επαναστατικούς κύκλους, προετοιμαζόταν η επόμενη ασυνέχεια στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος. Η ασυνέχεια αυτή ήταν τόσο ριζική όσο και η άνοδος και ο θρίαμβος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας επί του αγγλικού τρεϊντγιουνισμού και του γαλλικού προυντονικού ριζοσπαστισμού μετά το 1870. Οι ρωσικοί επαναστατικοί κύκλοι υπήρχαν σταθερά ήδη από την δεκαετία του 1820 και όπως σημείωνε ένας βιογράφος του Χέρτσεν «κανένας άλλος λαός στην ιστορία δεν προετοίμαζε την επανάστασή του για μακρύτερο διάστημα ή πιο συνειδητά απ’ ό,τι οι Ρώσοι». Ο Βίκτορ Σερζ σημείωνε κι αυτός ότι από τις πρώτες συνεδριάσεις της Κομιντέρν ήταν φανερό ότι καμία άλλη εθνική επαναστατική οργάνωση δεν μπορούσε να φθάσει τους Ρώσους σε πείρα, ορμητικότητα και αποφασιστικότητα. Η ρωσική επαναστατική διανόηση αποτελούσε σχεδόν από μόνη της ένα κοινωνικό στρώμα και οι δεκαετίες της αντίστασης που προέβαλε κατά της τσαρικής απολυταρχίας τής προσέδιδε ένα πνεύμα αλληλεγγύης που καμία συλλογική εμπειρία στην Δύση δεν μπορούσε να έχει όμοιό της. Οι κύκλοι των πολιτικών εξορίστων και των επαγγελματιών επαναστατών στο εξωτερικό χρονολογούνται από τις αρχές του 19ου αιώνα και έβαλαν την δικιά τους σφραγίδα στην πολιτική ζωή στο Λονδίνο, στο Παρίσι, τις Βρυξέλες, την Γενεύη και την Ζυρίχη. Οι Ρώσοι και οι Πολωνοί είχαν μια παρουσία εκεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1840.
Η επαφή των Ρώσων επαναστατών με τον μαρξισμό επρόκειτο να αποκτήσει κοσμοϊστορική σημασία. Η Ρωσία ήταν από την δεκαετία του 1830 μια πολιτιστική επαρχία της Γερμανίας και ακολουθούσε την εξέλιξη της διεθνούς κουλτούρας από την περίοδο της μετάβασης από την γαλλική στην γερμανική ηγεμονία με καθυστέρηση μιας δεκαετίας ή δύο δεκαετιών. Η μεταστροφή του Μπακούνιν του Χέρτσεν και του Ογκάρεφ στον εγελιανισμό κατά την δεκαετία του 1840 και ο «αποχαιρετισμός τους στους Γάλλους» (που εκπροσωπούσαν τον ουτοπικό σοσιαλισμό) ήταν πιθανόν το σημείο καμπής για τον εκγερμανισμό της ρωσικής διανόησης. Όμως οι Ρώσοι επαναστάτες διανοούμενοι παρ’ όλο που ήταν προσανατολισμένοι προς τα δυτικά πρότυπα και παρότι ακολουθούσαν στενά την εξέλιξη των συζητήσεων για το «κοινωνικό ζήτημα» στην Δύση δεν υπήρξαν απλοί μιμητές. Συγχώνευσαν την δυτική σκέψη με ειδικά ρωσικές μεσσιανικές και χιλιαστικές παραδόσεις. Από την δεκαετία του 1860, όταν αρχίζει να διαμορφώνεται ο «λαϊκισμός» μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας, δημιουργήθηκε ένας ειδικά ρωσικός ριζοσπαστισμός, τον οποίον εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο την ίδια δεκαετία το «μηδενιστικό» κίνημα. Όταν, την δεκαετία του 1870, ο «λαϊκισμός» ξεκίνησε την εκστρατεία δολοφονιών ανωτάτων στελεχών του τσαρικού καθεστώτος (σκοτώνοντας στο τέλος δύο τσάρους, το 1881 και το 1888 αντιστοίχως), η παράνομή οργάνωσή του, που ήταν απαραίτητη για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ρωσία, προσέφερε ένα νέο είδος ριζοσπαστικής φυσιογνωμίας στην ευρωπαϊκή συνείδηση. Η νοοτροπία αυτή έφθασε σε σημείο παροξυσμού με τον Νετσάγιεφ και την σκιαγράφησε πολύ καλά ο Ντοστογιέφσκι στους «Δαιμονισμένους». Όταν ο μαρξισμός ήλθε στην Ρωσία συγχωνεύθηκε, στο πρόσωπο του Λένιν, με την επαναστατική κατήχηση του Νετσάγιεφ, όπως την είχε κληροδοτήσει από το είδος του λαϊκισμού που εκπροσωπούσε ο Τσερνισέφσκι, που είχε γοητεύσει τον Λένιν στην εφηβεία του. Αφού ακολούθησε την αντίληψη του Κάουτσκυ ως προς το ότι η συνείδηση έρχεται «έξωθεν» στην εργατική τάξη, ο Λένιν προσέθεσε τον ειδικό ρόλο που είχε να διαδραματίσει μια οργάνωση στελεχών αποτελούμενη από επαγγελματίες επαναστάτες. Στο επίκεντρο του μαρξισμού ήρθαν τώρα τα ζητήματα της «συνείδησης» και της οργάνωσης, όπως αυτά διατυπώθηκαν από τον Κάουτσκυ και θεωρητικοποιήθηκαν από τον Λένιν. Ο «άνθρωπος της άρνησης» είναι τώρα ο άνθρωπος της συνείδησης. Ο δημόσιος υπάλληλος στην αρχή απέκτησε έναν ρόλο στο «απελευθερωτικό κίνημα» στην πεφωτισμένη δεσποτεία της ηπειρωτικής Ευρώπης τον 17ο και τον 18ο αιώνα και συνδέθηκε για πρώτη φορά με τις μερκαντιλιστικές στρατηγικές της εθνικής ανανέωσης στις αρχές του 19ου αιώνα στην Πρωσία.
Η άνοδος του ρωσικού μαρξισμού την δεκαετία του 1890 υπήρξε αρχικά καρπός της μακράς εργασίας προσωπικοτήτων όπως ο Πλεχάνωφ, από την δεκαετία του 1870 και μετά, που βρίσκονταν κατά πολύ περισσότερο εντός της παράδοσης της ορθοδοξίας της Δεύτερης Διεθνούς. (Ο Μαρξ είχε ήδη ασκήσει κριτική σε ορισμένους από τους πρώτους Ρώσους υποστηρικτές του ως απολογητές του καπιταλισμού!). Αυτή η ορθοδοξία διατύπωσε, μεταξύ άλλων, και μια αυστηρά γραμμική θεωρία περί ιστορικών σταδίων. Τόσο ισχυρή ήταν η επιρροή αυτής της θεωρίας στον ρωσικό μαρξισμό ώστε ο Λένιν σκεπτόταν στα σοβαρά να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες (όπου η σοσιαλιστική επανάσταση φαινόταν περισσότερο πιθανή απ’ ότι στην Ρωσία) και τον Ιανουάριο του 1917 είπε σε μια συγκέντρωση της σοσιαλιστικής νεολαίας της Ελβετίας ότι η προλεταριακή επανάσταση στην Ρωσία θα γινόταν περί το 1950.
Τα γεγονότα όμως άρχισαν να διαψεύδουν τέτοιου είδους θεωρητικές ακρισίες. Η σοβαρή και αναμφισβήτητη εκβιομηχάνιση της Ρωσίας από την δεκαετία του 1890 επέτρεψε τελικά στους μαρξιστές να επικρατήσουν πάνω στους εναπομείναντες λαϊκιστές στο εσωτερικό της διανόησης και η έμφαση που έδιναν οι πρώτοι στον ρόλο της εργατικής τάξης επιβεβαιώθηκε από το απεργιακό κύμα του 1895. Όμως η θύελλα του 1905 που ξέσπασε στην Ρωσία και στην υπό ρωσική κυριαρχία Πολωνία ήρθε να επιβεβαιώσει ακόμη πιο κατηγορηματικά αυτήν την αντίληψη. Η δημιουργία εργοστασιακών και τοπικών συμβουλίων, που ονομάζονταν σοβιέτ, έθεσε την δημιουργικότητα της εργατικής τάξης στο επίκεντρο του πολιτικού αγώνα, πράγμα που κανένας μαρξιστικής θεωρητικός δεν είχε προβλέψει. Αποτέλεσε ένα γεγονός της ίδιας κοσμοϊστορικής σημασίας με την προαναγγελία της «δικτατορίας του προλεταριάτου» στην Παρισινή Κομμούνα του 1871. Ο Λένιν αργότερα παραδέχθηκε ότι το 1905 τον υποχρέωσε να διορθώσει μερικές από τις απόψεις για το κόμμα και την συνείδηση που είχε διατυπώσει στο «Τι να κάνουμε;» (1902), που ήταν το έργο που είχε προκαλέσει το σχίσμα μεταξύ Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων. Οι ασθενείς δυνάμεις του ρωσικού φιλελευθερισμού είχαν υπερφαλαγγισθεί σε τέτοιον βαθμό το 1905 και το 1906 και οι φιλελεύθεροι είχαν φοβηθεί τόσο πολύ από την παρέμβαση της εργατικής τάξης ώστε αναζήτησαν αμέσως καταφύγιο στον αποκατεστημένο Τσάρο, με τρόπο πολύ πιο επαίσχυντο από την συνθηκολόγηση των Γερμανών φιλελεύθερων με τον Βίσμαρκ μετά το 1870. Το ρωσικό και πολωνικό 1905, που προκάλεσε την συζήτηση περί «γενικής απεργίας» στο εσωτερικό του SPD και κατ’ επέκτασιν στο εσωτερικό της Δεύτερης Διεθνούς, η οποία συνδεόταν με τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, παγίωσε την μετατόπιση του επίκεντρου της επανάστασης από την Γερμανία στην Ρωσία. Στον απόηχο του 1905 ο Τρότσκυ, υπό την επίδραση του Πάρβους, αναβίωσε την θεωρία της «διαρκούς επανάστασης» που διατύπωσε ο Μαρξ το 1850, εφαρμόζοντάς την στην Ρωσία. Ο Τρότσκυ δεν εντάχθηκε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα έως το 1917 και μετά την υποχώρηση του ριζοσπαστικού κινήματος της διετίας 1905-1907 τίποτα δεν φαινόταν να είναι ριζικά διαφορετικό στο διεθνές εργατικό κίνημα. Όμως η εμπειρία των σοβιέτ και η θεωρητική τεκμηρίωση από μέρους του Τρότσκυ του πρωταρχικού ρόλου της εργατικής τάξης στην ανατροπή του τσαρισμού (η οποία αργότερα αποδείχθηκε μοναδική) στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα προ του 1917 θα αποτελέσει άλλο ένα στοιχείο της κληρονομιάς του κλασσικού εργατικού κινήματος. Όμως, η διεθνής σημασία της (και η σημασία της για την ίδια την Ρωσία) θα γινόταν φανερή μονάχα με τον θρίαμβο της Επανάστασης των Μπολσεβίκων το 1917. Για πρώτη φορά στην ιστορία εγκαθιδρύθηκε ένα «σοσιαλιστικό κράτος» με επικεφαλής του ανθρώπους που αποκαλούσαν τον εαυτό τους μαρξιστή.
Όμως, η παγκόσμια επανάσταση, πάνω στην οποία στηρίχθηκε η στρατηγική των Μπολσεβίκων, δεν πραγματοποιήθηκε και το νέο Σοβιετικό Κράτος -το οποίο είχε αποκοπεί εντελώς από την εργατική τάξη κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου και του λιμού- έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να αναζητήσει συμμάχους μέσα σε εντελώς απροσδόκητες συνθήκες.
Με την υποχώρηση του μεταπολεμικού επαναστατικού αναβρασμού στην Ευρώπη, την ήττα της Λευκής Αντεπανάστασης και τον κίνδυνο εσωτερικής διάλυσης που σήμανε η εξέγερση της Κροστάνδης, η Επανάσταση των Μπολσεβίκων πέρασε μια περίοδο υπαναχώρησης. Αυτή η υπαναχώρηση εκδηλώθηκε με την υιοθέτηση της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ), την συντριβή της εξέγερσης της Κροστάνδης, την αγγλορωσική εμπορική συμφωνία, που έθετε τέλος στο εμπάργκο κατά του Σοβιετικού Κράτους, την συμφιλίωση με την αριστερή πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας στο Τρίτο Συνέδριο της Κομιντέρν και την απαγόρευση των φραξιών στο 10ο Συνέδριο του Κόμματος.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το επαναστατικό κύμα δεν ξεθύμανε το 1921, όταν άρχισε η υποχώρηση στην Ευρώπη, αλλά εξακολούθησε να μαίνεται στον αποικιακό κόσμο έως το 1927. Εδώ, όπως επίσης αναφέρθηκε προηγουμένως, ο προσανατολισμός του ρωσικού κράτους και της Κομιντέρν προς τις εξελίξεις στο Μαρόκο, την Ινδία, και, σημαντικότερο, στην Κίνα υπαγορεύθηκε από την διαπάλη των φραξιών στο εσωτερικό του Ρωσικού Κόμματος, που είχε άμεσες συνέπειες στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική. Η άνοδος του Στάλιν και η ήττα της Αριστερής Αντιπολίτευσης τα χρόνια 1924-1927 επικεντρώθηκε κυρίως στην διεθνή σφαίρα, στην επαναστατική κρίση στην Κίνα. Ο πυρήνας της διαμάχη μεταξύ Τρότσκυ και Στάλιν για την κατάσταση στην Κίνα ήταν οι ερμηνείες της ίδιας της Ρωσικής Επανάστασης. Ο Τρότσκυ εφήρμοζε την θεωρία της ανισομερούς και συνδυασμένης ανάπτυξης και της διαρκούς επανάστασης στην Κίνα, υποστηρίζοντας ότι η κινεζική εργατική τάξη, παρότι πολύ μικρή, είναι η μόνη δύναμη που είναι ικανή να ηγηθεί ενός μεγάλου αντιαποικιοκρατικού αγώνα. Από την άλλη μεριά, ο Στάλιν και η Κομιντέρν πίεζαν τους Κινέζους κομμουνιστές να υπαχθούν στο Κουομιντάγκ και στον Τσιάνγκ Κάι-Σεκ (ο οποίος μάλιστα αναγορεύθηκε σε επίτιμο μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν όταν συνέτριβε τους κομμουνιστές το 1927!).
Η καταστροφή στην Κίνα, όπως είναι γνωστό, ανάγκασε την Κομιντέρν ν’ αλλάξει πορεία. Η ήττα του Τρότσκυ, το φάντασμα της αναδυόμενης ύφεσης στην Δύση, η έναρξη του Πρώτου Πεντάχρονου Πλάνου και της κολεκτιβοποίησης και τέλος η επίθεση του Στάλιν κατά του Μπουχάριν έφεραν και την χάραξη μιας νέας διεθνούς πολιτικής, γνωστής ως «Τρίτη Περίοδος», η οποία είχε τις συνεπειές της στην Γερμανία.
Όμως ο προσανατολισμός της Κομιντέρν στον αποικιακό κόσμο, πριν και μετά το φιάσκο στην Κίνα το 1927, διασταυρώθηκε με το νεοαναδυόμενο αντιαποικιακό κίνημα, το οποίο έκανε δυναμικά την εμφάνισή του στο προσκήνιο ως αποτέλεσμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η δεκαετία προ του 1914, που βρέθηκε υπό την σκιά της νίκης της Ιαπωνίας το 1905, είχε γνωρίσει την Ιρανική Επανάσταση (1906), την επανάσταση των Νεοτούρκων (1908), μια σημαντική έκρηξη του ινδικού εθνικισμού (1908), την Μεξικανική Επανάσταση (1910) και την Κινεζική Επανάσταση (1911). Μετά τον πόλεμο τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν το παγκόσμιο κύμα του 1919, με σημαντικές εξελίξεις στην Αίγυπτο, την Ινδία, το Μαρόκο, την Ανατολική Αφρική και το κίνημα της 4ης Μαΐου στην Κίνα. Με την εφαρμογή της «Τρίτης Περιόδου» τα Κομμουνιστικά Κόμματα του αποικιακού κόσμου αποδύθηκαν σε μια «υπεραριστερή» τακτική που ήταν παρεμφερής με την τακτική που εφήρμοζαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα στις μητροπόλεις, με αποτελέσματα όπως οι μεγάλες ήττες στην Κίνα και το Βιετνάμ. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ στην Γερμανία, που τρόμαξε τον Στάλιν και την Κομιντέρν και τους ανάγκασε να αναγνωρίσουν το αδιέξοδο της τακτικής της «Τρίτης Περιόδου», η απειλή του φασισμού επισκίασε τα πάντα. Η επίσημη υιοθέτηση της τακτικής του «Λαϊκού Μετώπου» το 1935 (η οποία προοιωνίστηκε από την ανεπίσημη εφαρμογή της το 1934) οδήγησε το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα σε μια περίοδο μαζικής ανάπτυξης στην Γαλλία, την Ισπανία, τις ΗΠΑ και την Βρετανία. Εκτός από το ενδιάμεσο διάστημα του συμφώνου Στάλιν-Χίτλερ (1939-1941) το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα εισήλθε σε μια περίοδο υποστήριξης της αστικής δημοκρατίας κατά της φασιστικής απειλής. Η περίοδος των Λαϊκών Μετώπων και των κινημάτων Αντίστασης κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησαν τα μαζικά Κομμουνιστικά Κόμματα της μεταπολεμικής περιόδου στην Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Βραζιλία, την Χιλή και την Ιαπωνία και αύξησαν την επιρροή των Κομμουνιστικών Κομμάτων στην Αμερική και στην Βρετανία. Στον αποικιακό κόσμο ανάγκασαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα στην βρετανική και στην γαλλική αυτοκρατορία να εγκαταλείψουν τον αντιαποικιακό αγώνα προς χάριν της υπεράσπισης της δημοκρατίας (όπως στην Ινδοκίνα, την Αλγερία, την Αίγυπτο και την Ινδία). Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε την μεταπολεμική περίοδο έως την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου προς ζημίαν των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε αυτές τις ζώνες. Καθ’ όλη την διάρκεια αυτών των εξελίξεων, από την περίοδο 1905-1917 έως την έναρξη της μεταπολεμικής αποαποικιοποίησης, το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα καθιερώθηκε ως η κυρίαρχη αριστερή δύναμη σχεδόν σε κάθε μέρος του κόσμου και οι μεταβολές της πολιτικής της Κομιντέρν γίνονταν εσωτερικά πολιτικά γεγονότα που προσλάμβαναν σημαντικές διαστάσεις σε αυτές τις χώρες. Για την μεγάλη μάζα των συμμετεχόντων σε αυτούς τους αγώνες η Σοβιετική Ένωση ήταν μια σοσιαλιστική χώρα και η Κομιντέρν ήταν η Διεθνής του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Υπήρχαν αντιφρονούντες (οι τροτσκιστές και η υπεραριστερά) στα αριστερά των μαζικών Κομμουνιστικών Κομμάτων, αλλά μόνο σε λίγα μέρη του κόσμου, όπως στην Ινδοκίνα και την Νότιο Αμερική, οι τροτσκιστές επικριτές του Στάλιν και της Κομιντέρν κέρδισαν κάποια μαζική υποστήριξη ή άσκησαν κάποια σημαντική επίδραση στα γεγονότα.
Παρ’ όλα αυτά, από το 1920 και έπειτα οι χαμένοι της ριζοσπαστικής Αριστεράς άρχισαν να αναλύουν το σοβιετικό φαινόμενο προσπαθώντας να εφαρμόσουν μαρξιστικά κριτήρια για να κατανοήσουν την εξέλιξη αυτού του κατ’ επίφασιν «μαρξιστικού κράτους». Η διεθνής αριστερή αντιπολίτευση, μετά την εξορία του Τρότσκυ το 1928, αποτελείτο από την φράξια του Μπορντίγκα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας και τους υποστηρικτές του Τρότσκυ και στα άλλα δυτικά ΚΚ. Ένα άλλο ρεύμα ήταν η γερμανική και ολλανδική υπεραριστερά, η οποία στην πραγματικότητα είχε διαχωρίσει την θέση της από την Ρωσική Επανάσταση την περίοδο 1920-1921. Επειδή το βάρος της Σοβιετικής Ένωσης και της Κομιντέρν ήταν πολύ μεγάλο στο διεθνές εργατικό κίνημα αυτά τα αντιπολιτευόμενα ρεύματα αναγκάσθηκαν να αναλύσουν τις διαστάσεις της ήττας.
Οι αναλύσεις αυτές έγιναν μέσα στις συνθήκες της παγκόσμιας ύφεσης, της ανόδου του φασισμού και του επερχόμενου Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο τελευταίος δημιούργησε ένα γενικό κλίμα κοινωνικής πίεσης μέσα στο οποίο ήταν εύκολα να χαρακτηρισθούν οι μικρές αντιπολιτευόμενες μειονότητες ως «πράκτορες του φασισμού», «υπονομευτές» και «διασπαστές» του εργατικού κινήματος. Το γενικό ερώτημα περί της σοβιετικής επιρροής στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα εμπεριείχε φυσικά και το ειδικό ερώτημα του γιατί μαζικά Κομμουνιστικά Κόμματα, που στηρίζονταν σε πλούσιες εργατικές παραδόσεις σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία, γνώρισαν μια τέτοια επιρροή. Μια πλήρης απάντηση σε αυτό το ερώτημα απαιτεί μια πληρέστερη ανάλυση της περιόδου και των μεταβολών που υπέστη τότε το καπιταλιστικό κράτος, η οποία δεν μπορεί να δοθεί εδώ (βλ. ωστόσο το κείμενό μου The Remaking of the American Working Class). Είναι ωστόσο απολύτως απαραίτητο να διακρίνουμε τα γεγονότα του μεσοπολέμου σε δύο περιόδους πριν και μετά το 1930. Τα πρώτα κομμουνιστικά κόμματα εμφανίστηκαν μέσα στον επαναστατικό αναβρασμό της περιόδου 1917-1919 και προέρχονταν παντού από μαζικές αποχωρήσεις από την σοσιαλδημοκρατία, που είχε συνθηκολογήσει με τον εθνικισμό και την συμμετοχή στην πολεμική προσπάθεια.
Όπως και οι προηγούμενες Διεθνείς, η Τρίτη Διεθνής γεννήθηκε από μια παγκόσμια εργατική έκρηξη που έφερε στο προσκήνιο καινοτόμες δομές και στρατηγικές. Η Πρώτη Διεθνής γεννήθηκε από την γενική άνοδο του εργατικού κινήματος μετά το 1864 που κορυφώθηκε με την Παρισινή Κομμούνα. Η Δεύτερη Διεθνής γεννήθηκε με το απεργιακό κύμα των αρχών της δεκαετίας του 1890 και η Τρίτη το «θαυματουργό έτος» 1919. Όμως η υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος μετά το 1921, η τακτική του «ενιαίου μετώπου» και η συγχώνευση των κομμουνιστικών κομμάτων με την αριστερή πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας, η επιβολή της γραμμής του Ζηνόβιεφ μετά το 1924 και τέλος οι υπεραριστεροί ελιγμοί της «Τρίτης Περιόδου» είχαν ως συνέπεια τα κομμουνιστικά κόμματα σε πολλές χώρες της Ευρώπης να μετατραπούν σε μεγάλες σέκτες. Υπήρξε μια πραγματική ασυνέχεια μεταξύ του επαναστατικού κύματος που τα δημιούργησε κατά την περίοδο 1917-1921 και στις οργανώσεις που μετετράπησαν σε μαζικά κόμματα μετά το 1935 με εντελώς διαφορετικές πολιτικές προσαρμογής.
Οι μη παραγωγικές μεσαίες τάξεις προσχωρούν μαζικά στο εργατικό κίνημα
Επιλέγουμε το έτος 1930 ως σημείο καμπής στην εξέλιξη του δυτικού εργατικού κινήματος για τον παρακάτω λόγο. Όσο διαδεδομένες κι αν ήσαν το 1914 οι εμπορικές και κρατικιστικές πρακτικές στις περισσότερες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, η κυρίαρχη ιδεολογία προ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ακόμα κατ’ ουσίαν η φιλελεύθερη ιδεολογία. Η Αγγλία εξακολουθούσε να δεσπόζει στην παγκόσμια οικονομία και το Λονδίνο ήταν το κέντρο του βρετανικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Η παγκόσμια οικονομία εξακολουθούσε ακόμη να υπόκειται στις απαιτήσεις του χρυσού κανόνα, τουλάχιστον στις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Το κράτος ήταν ουσιαστικά παντού για να «δημιουργεί τις συνθήκες για συσσώρευση» και άρχισε, κατά την περίοδο της κούρσας των εξοπλισμών (1890-1914), να αποκτά το πρόσωπο που τελικώς απέκτησε μετά το 1945 ως ο σημαντικότερος καταναλωτής, αλλά ακόμη και οικονομίες στις οποίες το κράτος έπαιζε τόσο καθοριστικό ρόλο όπως η Γερμανία ο ρόλος του δεν ήταν αυτός που αργότερα απέκτησε κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην συνέχεια υπό το ναζιστικό καθεστώς και τέλος κατά την μετά το 1945 ανασυγκρότηση. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε παντού ένα «ζωντανό πείραμα» όσον αφορά τον κατά πολύ αυξημένο ρόλο του κράτους στην συνολική διαχείριση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Από το 1919 έως το 1929 υπήρχε μια ορισμένη ψευδαίσθηση περί «επιστροφής στην ομαλότητα» και στην κατεδάφιση του «κρατικού καπιταλισμού» που είχε εγκαθιδρυθεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά η κοινωνική κρίση που ετέθη σε κίνηση από την παγκόσμια ύφεση μετά το 1929 έθεσε τέλος για πάντα σε αυτήν την αυταπάτη.
Το εργατικό κίνημα δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο από αυτές τις εξελίξεις. Η συμμετοχή της πλειοψηφίας των σοσιαλιστικών κομμάτων σχεδόν σε κάθε χώρα στην Burgfriedenspolitik, δηλαδή στην πολιτική της «κοινωνικής ειρήνης», και η συμμετοχή των συνδικάτων στα διοικητικά συμβούλια εργασίας προσέδωσαν στο εργατικό κίνημα μια κοινωνική «υπόληψη» και παρουσία ως προς την οποία υστερούσε κατά μέγα μέρος προ του 1914.
Σημαντικά προανακρούσματα αυτών των τάσεων υπήρχαν πριν από τον πόλεμο σε χώρες όπως η Βρετανία και η Σουηδία, που αποτελούσαν κάποια από τα πρώτα βήματα προς την πολιτική της κοινωνικής πρόνοιας, την οποία υποστήριζαν οι Βρετανοί Φαβιανοί και ανάλογες ομάδες στην ηπειρωτική Ευρώπη. Όμως η εργατική συμμετοχή στο κράτος, σε οποιαδήποτε κλίμακα, για να μην μιλήσουμε για μια τέτοια μαζική συμμετοχή την περίοδο 1914-1918, αποτελούσε πράγμα εντελώς απαράδεκτο για το μεγαλύτερο μέρος του κυρίαρχου ιδεολογικού φάσματος (αν και λιγότερο απ’ ότι πιστεύεται για εκείνο τον καιρό). Από το 1933, με την έλευση του Χίτλερ και του Ρούσβελτ στην εξουσία και σε μικρότερη κλίμακα στην Βρετανία και στην Γαλλία του Λαϊκού Μετώπου, η πολιτική του κρατισμού που είχε εφαρμοσθεί μέσα στην κατάσταση εκτάκτου ανάγκης της περιόδου 1914-1918 αναβίωσε μέσα στο πλαίσιο της «ειρηνικής περιόδου», παρ’ όλο που κατά σημαντικό μέρος συνδέθηκε σχεδόν παντού με την αύξηση της πολεμικής παραγωγής. Στην πραγματικότητα, η παραγωγή πολεμικού εξοπλισμού ήταν αυτή που έβγαλε την Γερμανία από την ύφεση και αυτή που αναζωογόνησε την οικονομία των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας μετά την ύφεση του 1937. Πρόσωπα-κλειδιά της νέας πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης, όπως ο Χιάλμαρ Σαχτ στην Γερμανία, ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ στις ΗΠΑ και ο Τζ. Μ. Κέυνς στην Βρετανία, συμμετείχαν σε πολεμικά συμβούλια οικονομικής διοίκησης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (όπως και ο Ζαν Μονέ, ο αρχιτέκτων της μεταπολεμικής Κοινής Αγοράς). Η «κρατικοποίηση» της κοινωνίας, η οποία πραγματοποιήθηκε διαμέσου αυτής της μεταβολής, υπήρξε αναπόφευκτα και η κρατικοποίηση του επίσημου εργατικού κινήματος. Εντός αυτού ακριβώς του πλαισίου μπορεί κανείς να αντιληφθεί τις ασυνέχειες μεταξύ των σοσιαλιστικών, και πάνω απ’ όλα των κομμουνιστικών κομμάτων, προ και μετά του 1930· μια ασυνέχεια η οποία δεν άφηνε περιθώριο για αντικρατιστικά ρεύματα, όπως οι Αμερικανοί IWW ή οι επαναστάτες συνδικαλιστές στην Γαλλία (π.χ. ο Μονάτ).
Έχει μεγάλη σημασία να σημειώσουμε εδώ ότι η δημιουργία μαζικών Κομμουνιστικών Κομμάτων -όπως το γαλλικό, το ισπανικό, το πορτογαλικό, το ιταλικό ή το ιαπωνικό- και μαζικών κομμάτων σε μικρογραφία -όπως το βρετανικό και το αμερικανικό- μεταξύ 1935 και 1947 χαρακτηρίζεται από την μαζική προσχώρηση στα «κομμουνιστικά» κινήματα της «διανόησης» που προερχόταν από εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που συμμετείχαν ενεργά στην νέα αναδυόμενη φάση του καπιταλισμού. Η ρωσική επαναστατική διανόηση αποτέλεσε ένα κοινωνικό στρώμα που όμοιό του δεν υπήρχε στην Δύση. Οι διανοούμενοι που αναμίχθηκαν με τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό πριν από 1935 ήταν ήδη διαφορετικοί από τους «οργανικούς διανοουμένους» που αναδύθηκαν από το ίδιο το εργατικό κίνημα και κατά κανέναν τρόπο δεν αποτέλεσε ένα σημαντικό ρεύμα εντός της ευρύτερης διανόησης. Αυτή η θεμελιώδης ασυνέχεια μεταξύ των πρώτων Κομμουνιστικών Κομμάτων της περιόδου 1917-1921 και των μαζικών κομμάτων μετά το 1935 είναι σημαντική επειδή υπογραμμίζει την ίδια την κοινωνική δυναμική που κατέστησε δυνατή την δημιουργία αυτών των μαζικών κομμάτων.
Τα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα ήταν ευεπίδεκτα στον σταλινισμό –στην Σοβιετική Ένωση και στην Κομιντέρν- κατά την περίοδο 1935-1947 διότι η λαϊκομετωπική πολιτική τους εναρμονιζόταν με τον μετασχηματισμό του κράτους και την ανάδυση υπαλληλικών κοινωνικών στρωμάτων εντός του κράτους, από τα οποία τα ΚΚ και το Λαϊκό Μέτωπο αντλούσαν σημαντική υποστήριξη. Ως τέτοια αποτελούν άμεσους κληρονόμους του λασσαλικού «λαϊκού κράτους» του πρώιμου SPD.
Η πολιτική τη Κομιντέρν κατά την περίοδο 1924-1927 σφραγίσθηκε από την παταγώδη αποτυχία της στην Κίνα. Η «Τρίτη Περίοδος» (η «Τρίτη Περίοδος» λαθών του Στάλιν από την αποκάλεσε ο Τρότσκυ) σφραγίσθηκε από την παταγώδη αποτυχία στην Γερμανία. Η εποχή του Λαϊκού Μετώπου τελείωσε με το φιάσκο της κυβέρνησης Μπλουμ στην Γαλλία (η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών του Λαϊκού Μετώπου ψήφισε υπέρ της χορήγησης εκτάκτων εξουσιών στον Πεταίν το 1940), την ήττα της Ισπανικής Επανάστασης, στην αρχή από την Δημοκρατία του Λαϊκού Μετώπου και στην συνέχεια από τον Φράνκο, και επισφραγίσθηκε με την υπογραφή του συμφώνου Στάλιν-Χίτλερ. Κάθε φάση της πολιτικής της Κομιντέρν τελείωνε με μια νέα ήττα για την διεθνή εργατική τάξη και την αντικαθιστούσε μια νέα πολιτική που προετοίμαζε τον δρόμο για την επόμενη ήττα. Την μόνη κάπως συνεκτική αντιπολίτευση απέναντι σε αυτές της μεταβολές προέβαλαν οι μικρές τροτσκιστικές ομάδες και τα ακόμη μικρότερα υπολείμματα της γερμανικής και ιταλικής υπεραριστεράς, αλλά δεν ασκούσαν ουσιαστικά καμία επίδραση στην πορεία των γεγονότων. Παρ’ όλα αυτά, οι ομάδες αυτές προσπάθησαν να αναλύσουν την διεθνή επίδραση του «ρωσικού φαινομένου» χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του μαρξισμού με έναν τρόπο που κανένας άλλος δεν έκανε μεταξύ 1920 και 1945.
Το ζήτημα της φύσεως του σοβιετικού φαινομένου και των Κομμουνιστικών Κομμάτων ανά τον κόσμο μετεβλήθη σε ένα κατ’ εξοχήν πρακτικό ζήτημα αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν έλαβαν χώρα οι σημαντικότερες ανοδικές φάσεις μετά την περίοδο 1917-1923. Πράγματι, η τροτσκιστική πτέρυγα της διεθνούς αριστερής αντιπολίτευσης ανάμενε ότι αυτό το κύμα θα αποτελέσει την επιτυχή ολοκλήρωση της ανοδικής φάσης του εργατικού κινήματος των αρχών της δεκαετίας του 1920. Όμως τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Το Εργατικό Κόμμα ανέλαβε την εξουσία στην Βρετανία, τα Κομμουνιστικά Κόμματα στην Γαλλία, το Βέλγιο, την Ιταλία και την Ιαπωνία συμμετείχαν σε αστικές κυβερνήσεις ή τις υποστήριξαν στις χώρες τους και καταπολέμησαν κάθε προσπάθεια εντός της εργατικής τάξης να διατυπωθούν αμφιβολίες για αυτήν τους την πολιτική. Οι σοσιαλδημοκράτες, με την υποστήριξη των Συμμάχων και της CIA, επανέκτησαν την κυριαρχία τους επί της εργατικής τάξης στην Γερμανία και επίσης επηρέασαν την κατάσταση στην Γαλλία και την Ιταλία. Η διάσταση ανάμεσα στην επαναστατική εργατική τάξη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αναχαίτιση του κύματος, το οποίο ποτέ δεν έγινε επαναστατικό (τουλάχιστον στην Δύση), μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υποδηλώνει ήδη μια βαθιά εποχική αλλαγή κατά την μεταβατική περίοδο (και γι’ αυτόν τον λόγο τοποθετούμε στο 1930 το σημείο καμπής). Το ζήτημα του γιατί η δυτική εργατική τάξη απέτυχε δύο φορές να αναδειχθεί σε μια επιτυχημένη επαναστατική δύναμη μέσα από τον παγκόσμιο πόλεμο και το κοινωνικό περιεχόμενο των καθεστώτων που την περιέλαβαν είναι το θεμελιώδες ζήτημα για την τύχη του κλασσικού εργατικού κινήματος της εργατικής τάξης του 20ού αιώνα. Οι τροτσκιστές είχαν αποδώσει την ήττα της γερμανικής εργατικής τάξης στην «απουσία επαναστατικής ηγεσίας» κατά τις κρίσιμες στιγμές μεταξύ 1917 και 1923. Απέδωσαν την ήττα της γαλλικής και τις ιταλικής εργατικής τάξης μετά το 1945 στην εφαρμογή της Συμφωνίας της Γιάλτας από τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Αυτές αποτελούν, αναμφιβόλως, σημαντικές διαστάσεις, αλλά θέτουν ζητήματα οργάνωσης, ηγετών και συνείδησης, προσδίδοντάς τους πιο μεγάλη σημασία από αυτήν που πραγματικά έχουν ως κατ’ εξοχήν δομικά φαινόμενα. Οι ερμηνείες αυτές δεν ασχολούνται με το γιατί η δυτική εργατική τάξη την περίοδο 1917-1921 και μετά το 1945 επέτρεψε στον εαυτό της να καθηλωθεί από τον ρεφορμισμό. Η τελική εξήγηση που δίδεται γι’ αυτόν τον ρεφορμισμό είναι η λενινική θεωρία του ιμπεριαλισμού, η οποία αποδίδει τον ρεφορμισμό των δυτικών εργατών στο βιοτικό τους επίπεδο, το οποίο οφείλεται στα «υπερκέρδη» που προέρχονται από την εκμετάλλευση των αποικιών, τα οποία συντηρούν μια εργατική αριστοκρατία.
Μπορούμε να αναλογισθούμε τον μεγάλο βαθμό της διαφοράς μεταξύ της ανοδικής φάσης της περιόδου 1917-1921 και της απουσίας της κατά την περίοδο 1943-48 αν δούμε τον θρίαμβο της νέας φάσης συσσώρευσης, την «πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο», που συμβολίζεται με την παγκόσμια συγκυρία που εγκαινιάσθηκε από τον Ρούσβελτ, τον Χίτλερ και τον Στάλιν το 1933 (με όλες τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους), κατά την οποία το κλασσικό εργατικό κίνημα αναχαιτίσθηκε και η οποία αποτέλεσε την πραγματική βάση του «ρεφορμισμού» μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ολόκληρη η περίοδος από το 1914 έως το 1945 ήταν μια μετάβαση σε αυτό το αποτέλεσμα.
Το τρίγωνο Δύση-Σοβιετική Ένωση-Τρίτος Κόσμος
Η νέα παγκόσμια κατάσταση μετά το 1945 μετέβαλε εις βάθος το διεθνές πλαίσιο του εργατικού κινήματος. Η Ρωσική Επανάσταση και η επιτυχής άμυνα του Σοβιετικού Κράτους μετά το 1917 αποτέλεσε ένα πρώτης τάξεως διεθνές γεγονός, αλλά η αδυναμία του και τα προβλήματα ελιγμών του μέσα σε ένα κόσμο που ήταν απασχολημένος με την ανασυγκρότηση και στην συνέχεια με την ύφεση μετά το 1929 είχαν ως αποτέλεσμα να μην μεταβληθεί ακόμη ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεως. Όμως, μετά το 1945 τα πράγματα άλλαξαν. Το Σοβιετικό Κράτος όχι μόνο είχε καταδείξει την ισχύ του και την επιτυχία του υπερεντατικού προγράμματος εκβιομηχάνισης με την νίκη του στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (το Στάλινγκραντ το 1943 είχε μετατρέψει πολλούς φιλοναζιστές τριτοκοσμικούς «αντιιμπεριαλιστές», όπως ο Νάσερ και ο Σαντάτ στην Αίγυπτο, σε φιλοσταλινικούς). Η σφαίρα επιρροής του Σοβιετικού Κράτους επεκτάθηκε με την δημιουργία μιας ζώνης ουδετέρων κρατών στην πρώην υγειονομική ζώνη (cordon sanitaire) της Ανατολικής Ευρώπης και μαζικά Κομμουνιστικά Κόμματα προσέβλεπαν στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα, την Γαλλία, την Ιταλία και το Βέλγιο. Και αυτό συνέβαινε όχι μόνο στην Ευρώπη. Στην Ασία, έχοντας αποκτήσει σημαντικά αυξημένο κύρος λόγω της συμμετοχής τους στα αντάρτικα κινήματα αντίστασης κατά την διάρκεια του πολέμου, τα Κομμουνιστικά Κόμματα κινήθηκαν για να καλύψουν το κενό εξουσίας στην Κίνα, την Κορέα και την Ινδοκίνα, ενώ το μεγάλο Ιαπωνικό Κομμουνιστικό Κόμμα κατείχε την ηγεμονία στην μαχητική εργατική τάξη αυτής της χώρας. Από το 1947 η αλληλεγγύη μεταξύ των Συμμάχων που υπήρχε στα χρόνια του πολέμου είχε γίνει ρόιδο και η διεθνής κατάσταση πολώθηκε, για πρώτη φορά, μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης· τις μόνες μεγάλες δυνάμεις που ήταν ικανές να αναλάβουν πραγματικές πρωτοβουλίες μέσα στο νέο περιβάλλον. Οι «κάθετοι» εργατικοί αγώνες στην Δύση την περίοδο 1890-1920, κατά την διάρκεια του υψηλού κύματος του κλασσικού εργατικού κινήματος, είχαν γίνει άρρηκτα δεμένοι με μια «οριζόντια» αντιπαράθεση μεταξύ μπλοκ εξουσίας. Παρ’ όλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες πήραν την πρωτοβουλία με την κατάρτιση του Σχεδίου Μάρσαλ, την άνοιξη του 1947, και η Σοβιετική Ένωση τίμησε με την υπογραφή της την διαίρεση του κόσμου, που αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης το 1943 στην Γιάλτα, η Κινεζική Επανάσταση του 1949, το ξέσπασμα του Πολέμου της Κορέας το 1950 και η ενδυνάμωση της εξέγερσης των Βιετμίνχ στην Ινδοκίνα οδήγησαν αμετάκλητα τον κόσμο στον Ψυχρό Πόλεμο.
Όπως έχουμε υπογραμμίσει, η ταξική πάλη, σε κάθε μεγάλη διεθνή συγκυρία, από το 1789 έως το 1848 και από το 1848 έως το 1917, είναι πάντοτε αδιαχώριστη από τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και σχέσεων μεταξύ εθνικών κρατών. Όμως ποτέ (για να το επαναλάβουμε) στο απόγειο της διεθνούς επιρροής του γερμανικού SPD κατά τον κολοφώνα της Δεύτερης Διεθνούς η στρατηγική και η τακτική ενός αδελφού σοσιαλιστικού κόμματος σε μια άλλη χώρα δεν καθοριζόταν από τις ανάγκες του SPD κατά την στιγμή κάποιων αναπληρωματικών εκλογών σε κάποια επαρχία της Γερμανίας. Η δημιουργία του Σοβιετικού Κράτους, των μαζικών Κομμουνιστικών Κομμάτων που συνδέθηκαν με την Κομιντέρν και, τέλος, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μιας ντουζίνας λαϊκών δημοκρατιών στην Ανατολική Ευρώπη και την Ασία είχαν προσδώσει στην εσωτερική πολιτική, και πάνω απ’ όλα στην ταξική πολιτική, κάθε χώρας μια άμεσα διεθνή διάσταση, που δεν ήταν ποτέ τόσο χειροπιαστή σε προηγούμενες περιόδους. Η εξέλιξη της παγκόσμιας κατάστασης μετά το 1945 αναδημιούργησε, με έναν διαφορετικό τρόπο, σε παγκόσμια κλίμακα την κατάσταση που επικρατούσε στην Ευρώπη μετά το 1815, όταν κάθε εξέλιξη στην εσωτερική πολιτική, από την Αγγλία μέχρι την Ρωσία, είχε άμεσες επιπτώσεις σε ολόκληρο τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Το «ρωσικό ζήτημα» στην ευρωπαϊκή πολιτική από το 1815 έως το 1917 ήταν η στάση της τσαρικής κυβέρνησης απέναντι στις εξελίξεις που λάμβαναν χώρα από τον Καύκασο μέχρι την Γαλλία. Το «ρωσικό ζήτημα» μετά το 1917, και ειδικά μετά το 1945, προσέλαβε σε κάθε χώρα στον κόσμο την μορφή του εγχώριου εργατικού κινήματος, του κινήματος της αγροτιάς αλλά και της διανόησης.
Όμως η πόλωση της διεθνούς πολιτικής με βάση την αναμέτρηση Δύσης-Ανατολής κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η οποία φαινόταν να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη από το 1950, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή εάν δεν συνδυασθεί με την αναδυόμενη νέα δύναμη που δημιούργησε η αποαποικιοποίηση μετά το 1945. Ένα τρίγωνο διεθνοποίησης, που βρισκόταν στα πρώτα του στάδια, ήταν ήδη φανερό με τις διεθνείς επιπτώσεις της ιαπωνικής νίκης επί της Ρωσίας το 1905 και της Ρωσικής Επανάστασης που πραγματοποιήθηκε την ίδια χρονιά. Το τρίγωνο αυτό σταθεροποιήθηκε λόγω της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 και την επέμβαση της Κομιντέρν στους αντιαποικιακούς αγώνες την δεκαετία του 1920. Μετά το 1945 η αποαποικιοποίηση έγινε η πρώτη γραμμή της ψυχροπολεμικής αναμέτρησης σε κάθε μέρος του κόσμου. Καμία σημαντική χώρα δεν φαινόταν ικανή να σταθεί ανεξάρτητα από την τροχιά επιρροής ενός από τα δύο ανταγωνιζόμενα μπλοκ. Η Κινεζική Επανάσταση, η διαίρεση της Κορέας το 1953 και η διαίρεση του Βιετνάμ το 1954 προσέδωσαν μεγαλύτερο βάρος στον ισχυρισμό του σοβιετικού μπλοκ ότι αποτελεί την μόνη σοβαρή δύναμη άρσης της αποικιοκρατίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που σήκωναν το βάρος της διάλυσης της βρετανικής και της γαλλικής αυτοκρατορίας, εδραίωσαν την θέση τους ως υπερασπιστές του παγκόσμιου στάτους κβο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το τρίτο άκρο αυτού του τριγώνου ήταν η εμφάνιση, κατά την διάρκεια της αποαποικοποίησης, του τριτοκοσμικού βοναπαρτισμού. Με την ανεξαρτητοποίηση της Ινδίας (1947), της Ινδονησίας (1948) και την επανάσταση των συνταγματαρχών στην Αίγυπτο (1952) αυτά τα καθεστώτα, που βρίσκονταν υπό την ηγεσία αντιαποικιοκρατικών προσωπικοτήτων όπως ο Νεχρού, ο Σουκάρνο και ο Νάσερ, προσέδωσαν μια καταφανώς νέα μορφή στην παγκόσμια πολιτική. Στην πραγματικότητα, αυτά τα καθεστώτα είχαν στενές συγγένειες με τις δικτατορίες της μεσοπολεμικής περιόδου στην Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη, όπως ακριβώς και η άρση της αποικιοκρατίας στην Αφρική και την Ασία είχε ομοιότητες με την εμφάνιση των νέων εθνών και εθνικών αισθημάτων κατά την διάλυση της αυτοκρατοριών των Χοεντζόλερν, των Αψβούργων, των Ρομανώφ καθώς και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πράγματι, η διαμόρφωση ενός «γερμανογενούς» εθνικισμού και αντιαποικιοκρατισμού ανάγεται στην περίοδο της πρώτης εμφάνισης του σύγχρονου αντιαποικιοκρατικού αγώνα κατά την περίοδο 1890-1914, με μορφές όπως ο Κεμάλ Πασάς. Την περίοδο του μεσοπολέμου ο Περόν στην Αργεντινή και ο Βάργκας στην Βραζιλία, που ήταν ευνοϊκά επηρεασμένοι από το ιταλικό φασιστικό μοντέλο, απηχούσαν την ρητορική των Ιταλών Ντεμικέλις όταν κατήγγειλαν την παγκόσμια «αγγλογαλλική πλουτοκρατία». Η ταύτιση με τον αγώνα της Γερμανίας κατά της Συνθήκης των Βερσαλλιών προκάλεσε συμπάθειες προς τους ναζί σε πολλούς εθνικιστές στις σφαίρες επιρροής της Βρετανίας και της Γαλλίας. Μόνο μετά το 1945 και την εδραίωση του τριγώνου Δύση-Σοβιετική Ένωση-Τρίτος Κόσμος αυτή η συνείδηση μπόρεσε να εξαγνισθεί από τα ανατολικοευρωπαϊκά και κεντροευρωπαϊκά γενεαλογικά της σημάδια και τις πρωτοφασιστικές της καταβολές και να καμουφλαριστεί με την νέα ρητορική περί παγκοσμίου «προοδευτικού» κινήματος.
Το φαινόμενο αυτό έφθασε στο απόγειό του με το Συνέδριο του Μπαντούνγκ στην Ινδονησία το 1955. Η Σοβιετική Ένωση, η Κίνα και σχεδόν μια ντουζίνα ακόμη «σοσιαλιστικές» χώρες εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους με τα ανεξάρτητα κράτη που είχαν δημιουργηθεί προσφάτως στον Τρίτο Κόσμο, με επικεφαλής την Ινδία, την Αίγυπτο και την Ινδονησία. Με το μεγάλο κύμα ανατροπής της αποικιοκρατίας κατά την περίοδο 1945-1962 κάθε νέο ανεξάρτητο κράτος έθετε άμεσα προβλήματα στον ανταγωνισμό Ανατολής-Δύσης και στην αντίστοιχη επιρροή τους. Το 1958 ο θρίαμβος της Κουβανικής Επανάστασης θα επιτείνει πλήρως αυτήν την πόλωση στην Καραϊβική και στην Λατινική Αμερική.
Όμως ο φαινομενικά μονολιθικός χαρακτήρας με τον οποίο το μέτωπο Σοβιετική Ένωση-Κίνα-Τρίτος Κόσμος παρουσιαζόταν το 1955 απέναντι στην Δύση δεν θα διατηρείτο εντός της δεκαετίας. Φυγόκεντρες δυνάμεις που εκδηλώνονταν ήδη το υπονόμευαν. Ο θάνατος του Στάλιν το 1953 εγκαινίασε μια περίοδο αποσυμπίεσης στην Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη (που εκδηλώθηκε συγκεκριμένα με την εργατική εξέγερση στο Ανατολικό Βερολίνο τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς). Από το 1956, έναν χρόνο μετά το Μπαντούνγκ, η έναρξη της αποσύνθεσης του σοβιετικού μπλοκ τέθηκε αναντίστρεπτα σε κίνηση. Αν η διαμάχη του 1956 για την Διώρυγα του Σουέζ αποτελούσε μια προέκταση της λογικής του Μπαντούνγκ, το 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης στην Μόσχα, ο πολωνικός Οκτώβρης, η Ουγγρική Επανάσταση και τα πρώτα δειλά σημάδια ανεξαρτησίας των δυτικοευρωπαϊκών Κομμουνιστικών Κομμάτων αποτελούσαν ρωγμές στο ένα και μοναδικό πρόσωπο με το οποίο το Ανατολικό Μπλοκ είχε παρουσιασθεί ενώπιον του κόσμου. Με τον τερματισμό της σινοσοβιετικής ρήξης το 1960, η μείωση της πόλωσης της παγκόσμιας πολιτικής της άμεσης μεταπολεμικής περιόδου άρχισε για πρώτη φορά να δημιουργεί έναν κοινωνικό χώρο για ένα ανεξάρτητο κίνημα.
Ο ρόλος της Κίνας ήταν, βεβαίως, υψίστης σημασίας. Έχουμε ήδη δει πώς η ίδια η ανάδειξη της Άπω Ανατολής σε παράγοντα του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων την δεκαετία του 1890 υπέσκαψε την κλασσική ευρωπαϊκή διπλωματία, η οποία επικεντρωνόταν στο «Ανατολικό Ζήτημα» του 19ου αιώνα (δηλαδή, τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος ήταν στενά συνδεδεμένος με το ζήτημα της επιρροής της Τσαρικής Ρωσίας στις ευρωπαϊκές υποθέσεις). Η εισβολή της στις «διεθνείς σχέσεις» ήταν ταυτόχρονα ένας επαναπροσδιορισμός της παρουσίας της εργατικής τάξης στις διεθνείς σχέσεις με την κρίση της Άπω Ανατολής τόσο με την ιαπωνική νίκη επί της Ρωσίας όσο και με την Ρωσική Επανάσταση του 1905. Η Κινεζική Επανάσταση του 1911 κορυφώθηκε μέσα στον κύκλο των επαναστάσεων στον μη δυτικό κόσμο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο επαναστατικός κύκλος στην Κίνα, από το Κίνημα της 4ης Μαΐου του 1919 έως την σφαγή της Σαγκάης το 1927, ήταν το τέρμα του γενικότερου επαναστατικού κύκλου που εξεδηλώθη μετά τον πόλεμο. Η ιαπωνική εισβολή στην Μαντζουρία το 1931 θεωρήθηκε, εκ των υστέρων, ως η πραγματική έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κινεζική Επανάσταση του 1949 είχε καταστήσει τον Ψυχρό Πόλεμο αμετάκλητο. Η κινεζική ρήξη με την Σοβιετική Ένωση το 1960 είχε καταφέρει το θανάσιμο πλήγμα στο προηγουμένως μονολιθικό πρόσωπο του Ανατολικού Μπλοκ. Η κινεζική μετατόπιση ουσιαστικά στο δυτικό στρατόπεδο μετά το 1971, και ειδικά μετά το 1976, βάρυνε πολύ στην κατάλυση του μύθου περί του επαναστατικού Τρίτου Κόσμου. Η Κίνα προσωποποιούσε τον «επαναστατικό Τρίτο Κόσμο», τον απαραίτητο σύνδεσμο μεταξύ του «σοσιαλιστικού μπλοκ» και των βοναπαρτιστικών κρατών του Τρίτου Κόσμου.
Η αρχική σημασία της ρήξης της Κίνας με την Ρωσία ήταν μια φαινομενική ριζοσπαστικοποίηση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με την Δύση κατά την διαδικασία αποτίναξης της αποικιοκρατίας και της τριτοκοσμικής εναντίωσης προς τον ιμπεριαλισμό. Αυτό ήταν ορατό στην κρίση του Κονγκό το 1960. Από το 1960 έως το 1971 η Κίνα κατήγγειλε το σοβιετικό δόγμα της «ειρηνικής συνύπαρξης» ως συνθηκολόγηση με τον καπιταλισμό και φαινόταν να εκπροσωπεί την μαχητική εναλλακτική λύση. Ωστόσο, στην πραγματικότητα η Κίνα ενεργούσε περισσότερο βάσει των υπολογισμών της εθνικής της πολιτικής και λιγότερο σύμφωνα με τον «προλεταριακό διεθνισμό», όπως έκανε και η Ρωσία. Γι’ αυτούς που έβλεπαν τα πράγματα προσεκτικά ήταν σαφές ότι η σχέση της Κίνας με τον «αντιιμπεριαλισμό» δεν ήταν λιγότερο αμφιλεγόμενη από ότι της Ρωσίας. Η ρόλος της στην ινδονησιακή κρίση, η οποία κορυφώθηκε με τον αφανισμό του ΚΚ Ινδονησίας το 1965, ήταν η κλασσική σταλινική εφαρμογή της στρατηγικής του Λαϊκού Μετώπου, με το σύνηθες αποτέλεσμα. Εκ των υστέρων είναι καθαρό ότι η Κίνα δεν ήταν τόσο μονοσήμαντη ως προς την υποστήριξη του Βιετνάμ εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών. Τουλάχιστον από τον καιρό του παρ’ ολίγον πολέμου με την Σοβιετική Ένωση στον ποταμό Αμούρ το 1969 η Κίνα επεδίωκε επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ. Εφεξής, η εκ μέρους της καταγγελία του σοβιετικού «σοσιαλιμπεριαλισμού» ως άμεσο εχθρό την οδήγησε στην υποστήριξη οποιασδήποτε δύναμης στον κόσμο ήταν εχθρική με την Σοβιετική Ένωση. Από το 1975, με την κρίση της νοτίου Αφρικής, η Κίνα εργαζόταν ανοικτά μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά των φιλοσοβιετικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Η παγκόσμια κατάσταση είχε εξελιχθεί σημαντικά από τον καιρό του Μπαντούνγκ.
Η Κίνα δεν ήταν ποτέ σε θέση μετά το 1960 να δημιουργήσει μια νέα Διεθνή και πιθανόν ουδέποτε αποσκοπούσε σε αυτό. Η αρχική διεθνής έκκληση του «μαοϊσμού» σε ολόκληρο τον κόσμο απευθυνόταν ουσιαστικά σε σκληροπυρηνικούς σταλινικούς που δεν μπορούσαν να αποδεχθούν την πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης». Υπό αυτήν την έννοια, σε διεθνές επίπεδο ο μαοϊσμός ήταν απλώς μια παραλλαγή του σοβιετικού σταλινισμού. Ποτέ δεν προσέφερε ένα νέο πρότυπο κοινωνίας και ουδέποτε δημιουργήθηκε ένα μαζικό «μαοϊκό» κόμμα ή κίνημα. Από το 1966, ωστόσο, όταν η Κίνα εισήλθε στην φάση της Πολιτιστικής Επανάστασης, η αντιγραφειοκρατική της ρητορεία διασταυρώθηκε με μια παρόμοια τάση στην δυτική «Νέα Αριστερά» και έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο «μαοϊσμός» -που στην πραγματικότητα ήταν η έκφραση του πιο ελεφαντώδους γραφειοκρατικού κράτους της σύγχρονης εποχής- μπορούσε να εμφανίζεται (σε ορισμένους) σαν αντίθετος με αυτό που ήταν. Όμως η Κίνα από το 1960 έως το 1970 δεν κέρδισε ποτέ μέσα στην διεθνή Αριστερά την θέση που είχε καταλάβει η Σοβιετική Ένωση το 1936 και ο θάνατος του διεθνούς μαοϊσμού δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι «ο θεός που απέτυχε», όπως ήταν η Ρωσία για μια ορισμένη μερίδα της δυτικής Αριστεράς στα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Η βαθμιαία χαλάρωση μετά την φάση όξυνσης του Ψυχρού Πολέμου μετά το 1956 άνοιξε έναν νέο ορίζοντα στην δυτική Αριστερά. Σημαντικές μειοψηφίες εγκατέλειψαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Δύσης ύστερα από τις αποκαλύψεις του Χρουστσόφ και την σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία. Παρ’ όλο που η τάση των περισσοτέρων (αλλά διόλου όλων) αυτών των φραξιών ήταν τελικώς προς μια συμφιλίωση με τον φιλελευθερισμό ή την σοσιαλδημοκρατία, η ύπαρξή τους και μόνο αποτελούσε μέρος της «απορωσοποίησης» της διεθνούς συζήτησης, πράγμα που ήταν αδύνατον στο παρελθόν για πάνω από 20 χρόνια.
Ίσως η πιο σημαντική άμεση εσωτερική πολιτική εξέλιξη σε μια δυτική χώρα που συμπίπτει με την αρχική βαθμιαία χαλάρωση του Ψυχρού Πολέμου ήταν η εντατικοποίηση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ταυτόχρονα, το κίνημα αυτό αποτελούσε και ένα βασικό ζήτημα αντιπαράθεσης μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο. Η διαμάχη του 1948 στο αμερικανικό Δημοκρατικό Κόμμα, που οδήγησε στην υποψηφιότητα Θέρμοντ και η εντολή του Τρούμαν για την άρση των φυλετικών διακρίσεων στο εσωτερικό των ενόπλων δυνάμεων αποτελούσαν μια έκφραση της διεθνοποίησης της αμερικανικής εσωτερικής πολιτικής. Ήδη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ιάπωνες είχαν χρησιμοποιήσει στην προπαγάνδα τους την αποκάλυψη και την καταγγελία του νόμου του Τζιμ Κρόου και τις συνθήκες που επικρατούσαν στον αμερικανικό νότο εξαιτίας αυτού του νόμου, επιτυγχάνοντας καλά αποτελέσματα στον Ειρηνικό. Η υπόθεση Μπράουν το 1954 σχετικά με τις φυλετικές διακρίσεις στην εκπαίδευση επιτάχυνε την έναρξη μιας νέας περιόδου και το μποϋκοτάζ των λεωφορείων από τους Μαύρους στο Μοντγκόμερι το 1955 έβγαλε αυτήν την ροπή στους δρόμους. Ήταν αδύνατον οι Ηνωμένες Πολιτείες να παρουσιάσουν τον εαυτό τους ως την «φιλελεύθερη και δημοκρατική» εναλλακτική λύση απέναντι στο σοβιετικό μπλοκ στην Αφρική, την Ασία και την Λατινική Αμερική την στιγμή που το καθεστώς του Τζιμ Κρόου εξακολουθούσε να ισχύει στον αμερικανικό νότο. Από το 1956 έως την διετία 1964-1965 η ανάπτυξη και τελικώς η επιτυχία του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων στις ΗΠΑ θα γινόταν το πιο σημαντικό κίνητρο για την εμφάνιση της αμερικανικής «Νέας Αριστεράς». Από το 1962 η διαγραφόμενη αμερικανική εμπλοκή στην Νοτιοανατολική Ασία άρχισε να συγκεκριμενοποιεί την διεθνή διάσταση της εσωτερικής κοινωνικής κρίσης που εκπροσωπούσε η αντίσταση στην κατάργηση του φυλετικού διαχωρισμού. Διαμέσου αυτής της σύνδεσης το ζήτημα της μεταπολεμικής άρσης της αποικιοκρατίας μπήκε στο προσκήνιο της ίδιας της αμερικανικής πολιτικής.
Η λήξη της περιόδου της μεταπολεμικής άρσης της αποικιοκρατίας χρονολογείται συμβατικά το 1962, που είναι το έτος της αλγερινής ανεξαρτησίας. Το 1962 ήταν και η χρονιά της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα και της έναρξης της σοβαρής αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης στο Βιετνάμ. Κατά περίεργο τρόπο οι δύο μεγαλύτερες στρατιωτικές προεκτάσεις των μεταπολεμικών αγώνων για την κατάργηση της αποικιοκρατίας, δηλαδή η αμερικανική επέμβαση στην Ινδοκίνα και η πορτογαλική επέμβαση στις αφρικανικές της αποικίες, ξεκίνησαν την ίδια διετία (1961-1962) και ο επίλογος τους γράφεται στην σημαντικότερη παγκόσμια συγκυρία της μεταπολεμικής περιόδου, δηλαδή την διετία 1974-1975. Το 1975 βρήκε τις Ηνωμένες Πολιτείες αντιμέτωπες με την βαθύτερη παγκόσμια ύφεση (μέχρι σήμερα) της μεταπολεμικής ιστορίας -την δημοσιονομική κρίση της πόλης της Νέας Υόρκης- την άνοδο του ευρωκομμουνισμού στην Ευρώπη, το φάντασμα της επανάστασης στην Ισπανία και την Πορτογαλία, την ξαφνική και ριζική διεθνοποίηση της κατάστασης στην νότιο Αφρική, την Αιθιοπική Επανάσταση, την άνοδο της Ομάδας των 77, την «Νέα Διεθνή Οικονομική Τάξη Πραγμάτων» στα Ηνωμένα Έθνη και ίσως πάνω απ’ όλα την δική της τελική κατάρρευση στην Ινδοκίνα. Οι εκλογικές επιτυχίες του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και η προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης στην Γαλλία το 1978 φαίνονταν να προαναγγέλλουν την διάλυση του κόσμου που βρισκόταν υπό αμερικανική διοίκηση από την εποχή της Γιάλτας. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα, ουσιαστικά καθεμιά από όλες αυτές τις κρίσεις είχε υποχωρήσει με ένα πολύ απροσδόκητο τρόπο. Το νεοφιλελεύθερο κύμα που σάρωσε τον κόσμο στα τέλη της δεκαετίας του 1970 τερμάτισε την εποχή που είχε αρχίσει με τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1905. Από την ολοκλήρωση της διαδικασίας που άρχισε με την γερμανική σοσιαλδημοκρατία την δεκαετία του 1860 η διεθνής Αριστερά μπήκε σε κρίση. Η διαμάχη Κίνας, Ρωσίας, Βιετνάμ και Καμπότζης στην Νοτιοανατολική Ασία, η εκδίωξη του «πλωτού λαού» από το Βιετνάμ, ο θρίαμβος των μουλάδων στην Ιρανική Επανάσταση, η άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού εν γένει, η έκρηξη του κληρικαλιστικού εθνικισμού στην Πολωνία, το τέλμα των «μαρξιστικών» κρατών στην Αφρική, η πλήρης αναχαίτιση της δυτικής «Αριστεράς» από τον νεοφιλελευθερισμό σε κάθε χώρα, υπό την ηγεσία της Θάτσερ στην Βρετανία και του Ρέιγκαν στην Αμερική, είχαν ως συνέπεια την υπονόμευση των μερκαντιλιστικών βάσεων της «Αριστεράς» στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Η Αριστερά είχε παντρευτεί το κράτος και το κράτος βρισκόταν σε κρίση. Η κρίση δημιούργησε μια ολόκληρη «οντολογία» που είναι ενσωματωμένη στον λόγο της Αριστεράς, στον οποίο η προβληματική του Φίχτε και του Νετσάγιεφ είχε συγχωνευθεί με τον αντικρατισμό του Μαρξ. Η Αριστερά, για πάνω από έναν αιώνα, κυριαρχείτο από τον «άνθρωπο της άρνησης», εν προκειμένω τον δημόσιο υπάλληλο. Όταν τελείωσε ο ρόλος του τελευταίου, η Αριστερά βρέθηκε σε κρίση. Η διεθνής εποχή του δημοσίου υπαλλήλου στην «Αριστερά», από το 1905 έως το 1975, οριοθετεί την εποχή της κεντρικότητας της Ρωσικής Επανάστασης και της κεντρικότητας του «ρωσικού ζητήματος» για τον διεθνή προσδιορισμό της Αριστεράς. Σήμερα είναι δυνατόν να δούμε το αληθινό νόημα της «γραμμής της συνέχειας» από το 1789 έως το 1848, από το 1848 έως το 1917 και από το 1917 έως το 1975, της οποίας το νόημα είναι η εξέλιξη του μερκαντιλισμού και όχι της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η γραμμή της συνέχειας είναι από τον Σαιν Ζυστ στον Φίχτε, από τον Φίχτε στον Νετσάγιεφ και τον Τκάτσεφ, από τον Νετσάγιεφ και τον Τκάτσεφ στον Στάλιν, τον Μάο και τον Πολ Ποτ.
Τα αντιπολιτευτικά ρεύματα εντός του εργατικού κινήματος –οι τροτσκιστές, η γερμανική και ιταλική υπεραριστερά- είχαν καταπιαστεί με το «ρωσικό ζήτημα» από το 1920. Είχαν αναλύσει την Σοβιετική Ένωση ως ένα εκφυλισμένο εργατικό κράτος, ως γραφειοκρατικό κολεκτιβισμό, ως κρατικό καπιταλισμό ή απλά ως καπιταλισμό. Είχαν δει την δημιουργία των σοβιέτ και των εργατικών συμβουλίων στην Ρωσία και την Γερμανία την διετία 1917-1918 ως την λύση στην «μορφή» που θα πρέπει να προσλάβει η εργατική εξουσία. Δύο πραγματικότητες από το 1975 τείνουν να υποσκάψουν αυτήν την αντίληψη: η εκβιομηχάνιση του Τρίτου Κόσμου και «η φάση Grundrisse του καπιταλισμού», δηλαδή η αναδιάρθρωση της δυτικής βιομηχανίας διαμέσου της υψηλής τεχνολογίας από την δεκαετία του 1970. Η προοπτική της δημιουργίας «σοβιέτ παντού» ήταν χρήσιμη όσο η εργατική τάξη αναπτυσσόταν στην ίδια έκταση με την μαζική παραγωγή σε παγκόσμια κλίμακα. Όταν όμως ο παγκόσμιος καπιταλισμός απάντησε στην εργατική επίθεση της περιόδου 1968-1973 με αυτήν την διπλή αντεπίθεση στον συνολικό μισθό, κατέδειξε τα όρια κάθε ορισμού της εργατικής τάξης ως «αιχμή της παραγωγής». Κατέδειξε περαιτέρω τα όρια κάθε ορισμού του σοσιαλισμού που βασίζεται απλώς στον δημοκρατικό έλεγχο της παραγωγής από την εργατική τάξη. Με την φάση Grundrisse του καπιταλισμού η επιστημονική εργασία έγινε μια σημαντική πηγή αξίας με έναν τρόπο που δεν ήταν προηγουμένως στην εποχή της μαζικής παραγωγής. Ο «άνθρωπος της άρνησης», ο «άνθρωπος της συνείδησης», ο απόκληρος σπουδαστής των ελευθερίων τεχνών που δεν έχει καμία σχέση με τον μετασχηματισμό της φύσης είχε ρόλο μόνο στην εποχή του δημοσίου υπαλλήλου. Ο ρόλος του ήταν να κρατεί αφηρημένη στάση έναντι της καθολικότητας και αυτόν τον ρόλο ενσάρκωσε ο επαναστάτης διανοούμενος. Η αφηρημένη στάση της καθολικότητας είναι δυνατή και αναγκαία μόνο όσο αυτή δεν υπάρχει στην πράξη. Μόλις μια σημαντική μερίδα της κοινωνίας ασχοληθεί με την συγκεκριμένη καθολική εργασία, δεν υπάρχει ανεξάρτητος (θετικός) χώρος για τον δημόσιο υπάλληλο.
Η σιωπηρή αποδοχή της ατομοκρατικής οντολογίας [atomist ontology] από τον μαρξισμό της 2ης και της 3ης Διεθνούς, η θέση της ως ιδεολογία της υποκατάστασης της αστικής επανάστασης, συνδέεται με την λανθασμένη εκτίμηση της συγκυρίας και με την κρατικιστική αποστολή του δημοσίου υπαλλήλου. Το βασικό πρόβλημα του μαρξιστικού κινήματος της περιόδου 1890-1920 ήταν η υπερεκτίμηση της καπιταλιστικής φύσης της Ευρώπης εκείνης της εποχής. Έπρεπε να θεωρήσει ότι η Ευρώπη ήταν ουσιαστικά πλήρως καπιταλιστική, επειδή δεν μπορούσε να συλλάβει τον δικό του ρόλο στην ολοκλήρωση της καπιταλιστικής επανάστασης. Η Ευρώπη το 1914 είχε πραγματοποιήσει την ολοκλήρωση της φάσης της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο και της εκτατικής συσσώρευσης κεφαλαίου. Από εδώ και στο εξής η πορεία που θα ακολουθούσε ήταν η φάση της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο και της εντατικής συσσώρευσης κεφαλαίου. Το κλειδί αυτής της μεταβολής ήταν το αγροτικό ζήτημα.
Η αβάν-γκαρντ ως αναζήτηση ενός άλλου είδους δράσης
Το ζήτημα της αβάν-γκαρντ δεν θεωρείται συνήθως ως μέρος της ιστορίας του κλασσικού εργατικού κινήματος. Όμως ο ρόλος της δεν ήταν επουσιώδης για την προβληματική του «ανθρώπου της άρνησης» και εν τέλει για το όραμα της υπέρβασης του καπιταλισμού. Αυτό δεν ήταν σαφές τον 19ο αιώνα, όταν το εργατικό κίνημα απέκτησε για πρώτη φορά μαζικό χαρακτήρα στις ΗΠΑ, στην Αγγλία, στην Γαλλία και στην Γερμανία. Η γενική αντίληψη του τότε ρεύματος της κουλτούρας ήταν ο εκδημοκρατισμός της υφιστάμενης υψηλής αστικής κουλτούρας. Πράγματι, μια ζωτική λειτουργία του κλασσικού εργατικού κινήματος ήταν να παράσχει ένα κοινωνικό πλαίσιο για την γενική αυτοανάπτυξη του κόσμου της εργασίας που η ευρύτερη κοινωνία τού την αρνείται. Όμως την εποχή που το επίσημο εργατικό κίνημα άρχισε να καθιερώνεται στα σοβαρά, δηλαδή από την δεκαετία του 1860, είχε ήδη εκδηλωθεί μια κρίση μέσα στην ίδια την υψηλή αστική κουλτούρα. Η κρίση αυτή προσέλαβε την μορφή της εμφάνισης της αβάν-γκαρντ, πρώτα απ’ όλα στην Γαλλία. Η αβάν-γκαρντ αναδύθηκε απευθείας από την επανάσταση του 1848 και μερικοί από τους σημαντικότερους ιδρυτές της, όπως ο Μπωντλαίρ, τον Ιούνιο του 1848 είχαν βρεθεί στα οδοφράγματα. Ο κόσμος των μποέμ του Παρισιού της περιόδου 1848-1890 δεν είχε ουσιαστικά όμοιό του πουθενά στην Δύση εκείνο τον καιρό. Αυτός ο κόσμος αποτελούσε ένα κοινωνικό περιβάλλον του κατεξοχήν «ανθρώπου της άρνησης», αλλά και αποτελείτο από ανθρώπους που η ίδια η κοινωνική τους υπόσταση έθετε, με διαφορετικό τρόπο από το εργατικό κίνημα, την ανάγκη νέας μορφής κοινωνικής οργάνωσης. Αυτό που συνέβη παντού το 1848 ήταν μια ρήξη με τις καθολικές αξιώσεις τής μετά το 1789 «Τρίτης Τάξης» και αυτό στην Γαλλία εκφράσθηκε με τρόπο οξύτερο από οπουδήποτε αλλού. Το 1871 ο κόσμος των μποέμ εκδηλώθηκε και πάλι με την συμμετοχή του στην Παρισινή Κομμούνα. Η προβληματική που αναδείχθηκε εδώ ήταν κάτι περισσότερο από μια ομάδα «συγγραφέων και καλλιτεχνών» που συμπορεύονται με το εργατικό κίνημα. Ήταν η προβληματική περί της δημιουργίας ενός άλλου είδους κοινωνικής ζωής, στην οποία θα ξεπερνιόταν η διατήρηση της «αισθητικής» σε μια ξεχωριστή σφαίρα. Τούτο δεν θεωρητικοποιήθηκε εκείνον τον καιρό από κανέναν και ασφαλώς από κανέναν από όσους βρίσκονταν εντός του εργατικού κινήματος. Εν τούτοις, το ζήτημα της «αισθητικής», ως ζήτημα που εμφανίσθηκε στην περιφέρεια του εργατικού κινήματος, με τον τρόπο που εμφανίσθηκε το 1850, το 1871 και ακόμα το 1920, ήταν εν τέλει συνδεδεμένο με το όραμα του σοσιαλισμού και με το ζήτημα της «συνείδησης». Στο κλασσικό εργατικό κίνημα, από το 1840 έως το 1945, επικρατούσαν απλουστευτικές εκδοχές του μαρξισμού, η οικονομική αιτιοκρατία, ο χυδαίος υλισμός και η μηχανιστική αντίληψη και εξίσου πεζές εκδοχές περί «κουλτούρας», οι οποίες γενικώς δεν είχαν καμία επαφή με την κριτική της κρίσης της αστικής κουλτούρας που ασκούσε η αβάν-γκαρντ (η οποία δεν αποτελούσε αυτή καθαυτήν μια κριτική, καθώς αυτή η κρίση αντανακλούσε εν μέρει τα προβλήματα ενός συγκεκριμένου, ασταθούς και συχνά στεγανού κοινωνικού περιβάλλοντος). Όμως, ειδικά με τον θρίαμβο του ναζισμού το 1933 υπήρξε γενική αναγνώριση ότι η κοσμοθέαση του κλασσικού εργατικού κινήματος, ειδικά όσον αφορά την απλουστευμένη «χυδαία υλιστική» αντίληψη των πραγμάτων, ήταν ανεπαρκής για να αντιπαλέψει τον φασισμό και για να τον ερμηνεύσει. Ο Βίλχελμ Ράιχ και ο Ερνστ Μπλοχ, συγκεκριμένα, εξέφρασαν τον τολμηρό ισχυρισμό ότι οι ναζί είχαν κερδίσει επειδή η ακαμψία της Αριστεράς είχε εγκαταλείψει την διαπραγμάτευση πολλών «υποκειμενικών» ζητημάτων στην Δεξιά και ότι η Αριστερά έπρεπε να καταπολεμήσει την έλξη που ασκεί ο φασισμός παίρνοντας από τα χέρια του αυτά τα συγκεκριμένα όπλα.
Πολλοί λίγοι καλλιτέχνες (ή καλύτερα διανοούμενοι) από τον «μποέμ» κοινωνικό χώρο συμμετείχαν σε δραστηριότητες του κλασσικού εργατικού κινήματος και στον βαθμό που το έπραξαν το έπραξαν ως άτομα. Στον βαθμό κατά τον οποίον υπήρχε το «ζήτημα της αισθητικής» στην Δεύτερη Διεθνή αντιμετωπιζόταν κυρίως από μια πολύ κλασσική σκοπιά, με την υποστήριξη κάποιων απόψεων του Μαρξ και του Ένγκελς επί του θέματος. Δεν υπήρχε σε καμία χώρα κάποιος διακεκριμένος θεωρητικός -με εξαίρεση τον Τρότσκυ- που είχε να πει κάτι περισσότερο για τις καινοτομίες της διεθνούς αβάν-γκαρντ, εκτός από το να την καταδικάζει γενικώς ως παρηκμασμένη. Ο κόσμος των μποέμ και η αβαν-γκάρντ βγήκαν εκτός των ορίων του Παρισιού περί το 1890 με την γενίκευση εκείνου του είδους της κατανάλωσης που τους είχε καταστήσει δυνατούς στο Παρίσι κατά την περίοδο 1848-1890.
Η κατάσταση άλλαξε σημαντικά κατά την περίοδο 1917-1921 όταν η γενική ριζοσπαστικοποίηση της ευρωπαϊκής κοινωνίας έφερε για πρώτη φορά σημαντικά στοιχεία της αβάν-γκαρντ στα εργατικά κόμματα. Όπως και στην εποχή προ του 1914, το ζήτημα δεν ήταν τόσο η επίδραση ή η επιρροή αυτών των στοιχείων στο εργατικό κίνημα όσο η επίδραση του εργατικού κινήματος σε αυτά τα στοιχεία. Τούτο όμως, μακροπρόθεσμα, θα αποκτούσε σημασία επειδή η εμπειρία του πολέμου γκρέμισε την ηγεμονία της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας επί των κοινωνικών στρωμάτων των καλλιτεχνών και των διανοουμένων και έκαναν σημαντικές μερίδες τους να αντιληφθούν ότι οι «όροι της καλλιτεχνικής δημιουργίας» εξαρτώνται από το εργατικό κίνημα και από τον τελικό του θρίαμβο.
Η σχέση μεταξύ του γαλλικού νταντά και του σουρεαλισμού, του γερμανικού εξπρεσιονισμού ή του ρωσικού φουτουρισμού και κονστρουκτιβισμού και του εργατικού κινήματος ή λιγότερο συνεκτικών στοιχείων στις ΗΠΑ και την Βρετανία που σύντομα στράφηκαν προς τα νεαρά Κομμουνιστικά Κόμματα ήταν σύντομη και γενικώς άγονη. Το παγκόσμιο εργατικό κύμα είχε ηττηθεί. Αρχής γενομένης από την σύντομη περίοδο διεθνούς σταθεροποίησης το 1924, οι σταλινικές θεωρίες περί «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» άρχισαν να επιβάλλονται και οι περισσότεροι καλλιτέχνες εγκατέλειψαν το επαναστατικό κοινωνικό όραμα που είχαν κατά την περίοδο 1917-1921 και επέστρεψαν στις ιδιαίτερες αισθητικές τους σφαίρες, όπως η «νέα αντικειμενικότητα» [neue Sachlichkeit] στην Γερμανία. Με τον καιρό μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών άρχισε να στρέφεται ξανά προς το εργατικό κίνημα το 1935. Την εποχή του Λαϊκού Μετώπου τα δόγματα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» είχαν εδραιωθεί τόσο ώστε οι αληθινές καινοτομίες της μοντερνιστικής αβάν-γκαρντ είτε έπεσαν στην αφάνεια είτε καταδικάζονταν. Τα πραγματικά πολιτιστικά προϊόντα της σχολής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού έχουν σήμερα αποκλειστικά μουσειακό ενδιαφέρον. Μικρές μειονότητες, κυρίως εντός του τροτσκιστικού κινήματος (π.χ. η συνεργασία του Μπρετόν, του Ριβέρα και του Περέ με τον Τρότσκυ) προσπάθησαν να υπερασπισθούν τις καινοτομίες της μοντερνιστικής αβάν-γκαρντ ως μια αισθητική επανάσταση παράλληλα με την κοινωνική επανάσταση, αλλά παρέμειναν μικρές μειονότητες.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλωση μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού μπλοκ συνέτεινε στην ενίσχυση της απομόνωσης της μοντερνιστικής αβάν-γκαρντ από την προβληματική του εργατικού κινήματος. Τα δόγματα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» ήταν τόσο διάχυτα στις επίσημες εκφράσεις των οργανώσεων του κινήματος ώστε ο ανασυσταθείς κόσμος των «μποέμ» και της «αβάν-γκαρντ» μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε την τάση να υπερηφανεύεται για την απολίτικη ή αντιπολιτική αισθητική του αντίληψη. Ο διαχωρισμός αυτός άρχισε να ξεπερνιέται, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις χωρίς ευρύτερη άμεση επίδραση, μονάχα με την εμφάνιση της Νέας Αριστεράς, μετά το 1956, και ουσιαστικά μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Ως βασικό κοινωνικό στρώμα του «ανθρώπου της άρνησης» στις νέου τύπου δυτικές κοινωνίες που αναδύθηκαν από την κρίση της περιόδου 1929-1945, η αβάν-γκαρντ ήταν σημαντική για την μετέπειτα ανάπτυξη του εργατικού κινήματος όταν, την περίοδο 1965-1973, οι ανησυχίες της αβάν-γκαρντ ξεχύθηκαν, πέρα από τα όρια του αισθητικού γκέτο, μέσα στο μαζικό κίνημα της Νέας Αριστεράς και της αντικουλτούρας. Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν να επιφέρει το τέλος της σταδιοδρομίας του «ανθρώπου της άρνησης» στην δυτική κουλτούρα. Η αβάν-γκαρντ των περιόδων 1848-1890, 1890-1930 και 1945-1965 (η οποία είχε ουσιαστικά περιθωριοποιηθεί την περίοδο 1930-1945 από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό) εξαπέλυε επιθέσεις σε μια κλασσική αντίληψη περί κουλτούρας που είναι συνυφασμένη με την μονόδρομη επικοινωνία και τον ενατενιστικό ρόλο του κοινού. Κάτω από τις διαδοχικές εξελίξεις των καλλιτεχνικών σχολών βρισκόταν το αναδυόμενο πρόταγμα για ένα «νέο είδος ζωής», ένα αίτημα πλήρους μετασχηματισμού του κόσμου που θα καθιστούσε την ξεχωριστή αισθητική σφαίρα ξεπερασμένη. Όταν περί το 1965 οι ανησυχίες και το «αντιαστικό» life-style της αβάν-γκαρντ εξελίχθηκαν σε μαζικό κίνημα της νεολαίας της δυτικής κοινωνίας που προερχόταν από τον τομέα των υπηρεσιών, κατέρρευσε και η αβάν-γκαρντ ως ιδιαίτερος κοινωνικός χώρος. Όταν, από το 1970, εμφανίσθηκαν τα μαζικά κινήματα φυλετικών μειονοτήτων, γυναικών, ομοφυλοφίλων και οικολόγων, ο προηγούμενος πολιτιστικός πόλεμος εναντίον της «καταπίεσης» αυτών των ομάδων ξεπεράστηκε. Η μετά το 1848 αβάν-γκαρντ εξαφανίσθηκε μέσα στην γενίκευση της αισθαντικότητας και του «προγράμματός» της σε μια μεγάλη μειονότητα της κοινωνίας. Με αυτήν την γενίκευση πραγματοποιήθηκε μιας ευρείας κλίμακας επίθεση στην «καθολικότητα» της προηγουμένως καθιερωμένης διανόησης· επίθεση που αποτελούσε η ψευδοριζοσπαστική στάση του «μεταμοντερνισμού» εν ονόματι της έσχατης οντολογικής «διαφοράς» που δεν υπάγεται σε οποιοδήποτε καθολικό κριτήριο ή αίτημα.
Ιστορική διευκρίνιση για το τι δεν ήταν κομμουνισμός
Όμως το όραμα για μια κοινωνία πέραν του καπιταλισμού, αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «προγραμματική φαντασία» περί σοσιαλισμού-κομμουνισμού, προφανώς δεν περιοριζόταν κατά κανέναν τρόπο στην αβάν-γκαρντ και στην σχέση της με το εργατικό κίνημα. Αυτό το όραμα είναι αυτό που, κατά βάθος, ξεφτύζει περισσότερο σήμερα. Το σημείο αφετηρίας του Μαρξ και του Ένγκελς ήταν η ρήξη με το «απριορικό» σχήμα και με τα κοινωνικά σχέδια που κατήρτιζαν οι ουτοπικοί σοσιαλιστές των αρχών του 19ου αιώνα και εν γένει οι ουτοπιστές που προηγήθηκαν αυτών. Όπως λέει το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»: «Οι θεωρητικές προτάσεις των κομμουνιστών δεν βασίζονται διόλου σε ιδέες, σε αρχές που έχουν επινοηθεί ή ανακαλυφθεί από αυτόν ή εκείνον τον αναμορφωτή του κόσμου. Αποτελούν απλώς γενικές εκφράσεις των πραγματικών σχέσεων ενός υπάρχοντος ταξικού αγώνα, ενός ιστορικού κινήματος που λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια μας». Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» παρουσιάζει ένα πρόγραμμα για μια εργατική κυβέρνηση, που όμως τον καιρό της Δεύτερης Διεθνούς θεωρείτο ήδη ξεπερασμένο. Εδώ για μια ακόμα φορά, καίριας σημασίας είναι η ιστορική μοίρα του SPD. Ο μαρξισμός υπήρχε ως ρεύμα μεταξύ πολλών άλλων ρευμάτων στο εσωτερικό της Πρώτης Διεθνούς. Για τον Μαρξ «κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος είναι πιο σπουδαίο από μια ντουζίνα προγράμματα» και ο Μαρξ και ο Ένγκελς αποδέχθηκαν την συνεργασία με τους ρικαρντιανούς σοσιαλιστές, τους χαρτιστές συνδικαλιστές, τους μπλανκιστές, τους ιακωβίνους, τους προυντονιστές μουτουαλιστές, τους Γάλλους ουτοπικούς σοσιαλιστές, τους λασσαλικούς, τους Γερμανούς «Αληθινούς Κομμουνιστές» όπως ο Βάιτλινγκ και τους μπακουνικούς αναρχικούς μαζί με την «προμαρξιστική» φράξια του πρώιμου SPD.
Όπως και για την Παρισινή Κομμούνα του 1871, που οι συνέπειές της κατέστρεψαν τελικά την Πρώτη Διεθνή, ο Μαρξ και ο Ένγκελς πίστευαν ότι το πιο σημαντικό επίτευγμα του ανερχόμενου δυτικοευρωπαϊκού και βορειοαμερικανικού εργατικού κινήματος ήταν «η ίδια η ύπαρξή του στην πράξη». Η Κομμούνα υπήρξε, κατά βάση, η διατύπωση και η εφαρμογή της «δικτατορίας του προλεταριάτου» και ο Μαρξ αναγνώρισε ειλικρινώς ότι επέδρασε στην θεωρία του για το κράτος. Το μεγάλο πλεονέκτημα του μαρξισμού εν σχέσει με όλα τα άλλα ρεύματα του εργατικού κινήματος ήταν ότι μετέτρεψε τις παλιές κομμουνιστικές ουτοπίες σε μια συγκεκριμένη θεωρία της ιστορίας ως «ολότητα των κοινωνικών σχέσεων». Ήταν, και έτσι παρουσιάσθηκε, η θεωρία του «πραγματικού κινήματος που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας».
Το «φάντασμα του κομμουνισμού» ενέπνεε τρόμο στην αστική κοινωνία το 1848 και ακόμη περισσότερο το 1871 και είχε αποτελέσει αντικείμενο αντιπαράθεσης, συκοφαντίας και δυσφήμησης πολύ πριν από την ιστορική εμφάνιση του Μαρξ και του Ένγκελς. Η άρνηση του Μαρξ και του Ένγκελς να ενδώσουν στην διατύπωση υποθέσεων για την έκβαση της ιστορίας ήταν μια υγιής αντίδραση, και άλλωστε η μόνη δυνατή, απέναντι στην διάδοση διαφόρων θεωριών προ το 1848 περί παγκοσμίων λυτρωτών· άφησε όμως την επεξεργασία του δημοσίου προσώπου του «σοσιαλισμού» σε άτομα και κινήματα που ήταν πολύ λιγότερο ικανά από αυτούς να προσδιορίσουν, τουλάχιστον, τι δεν είναι κομμουνισμός. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν αναγνωρίσει ότι η ενοποίηση της Γερμανίας και η αποδιοργάνωση των Γάλλων αντιπάλων τους μετά την ήττα της Κομμούνας θα ευνοούσε την επικράτηση του SPD και της θεωρίας τους. Όμως η ηγεσία του SPD επηρεαζόταν ευθέως από τους ιδρυτές του κόμματος, τουτέστιν από «μαρξιστές» όπως ο Μπέμπελ, ο Βίλχελμ Λήμπκνεχτ κ.ά. (δηλαδή, τους ανθρώπους που έκαναν τον Μαρξ να δηλώσει ότι ο ίδιος «δεν είναι μαρξιστής») και από λασσαλικούς, συνδικαλιστές, συνεταιριστές και αργότερα από φυσιογνωμίες όπως ο Ευγένιος Ντύρινγκ, που εισήγαγαν μέσα στο κόμμα τον γερμανικό εθνικισμό και τον αντισημιτισμό μαζί με λαϊκιστικές «αντιμονοπωλιακές» αντιλήψεις στα οικονομικά. Η «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» (1875), που αποτέλεσε την σημαντικότερη εκδήλωση της απόστασης που πήρε ο Μαρξ από το πρώιμο SPD, δεν δημοσιεύθηκε ποτέ όσο αυτός ήταν εν ζωή και στην πραγματικότητα αποσιωπήθηκε από τους οπαδούς του στην Γερμανία. Σήμερα αποτελεί θέμα μεγίστης σημασίας να ασχοληθούμε εκ νέου με τις διαφορές που υπήρχαν μεταξύ του Μαρξ και εκείνων που, ακόμη και πριν από το 1883, μιλούσαν εξ ονόματός του.
Η ανάδειξη του SPD στην ηγεσία του διεθνούς εργατικού κινήματος πραγματοποιήθηκε κατά την διάρκεια των δεκαετιών που μεσολάβησαν μεταξύ της Παρισινής Κομμούνας του 1871 και της Ρωσικής Επανάστασης του 1905. Οι αγώνες της γερμανικής εργατικής τάξης και οι πρόοδοι του κόμματος και των συνδικάτων τρόμαξαν τον Μπίσμαρκ και την πολιτική ιθύνουσα τάξη του Δεύτερου Ράιχ με αποτέλεσμα να τεθεί το κόμμα εκτός νόμου από το 1878 έως το 1890. Οι απεργίες στην Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1880 ήταν ένας σημαντικός λόγος για την αποπομπή του Μπίσμαρκ από τον Γουλιέλμο τον Β΄ και οι Γερμανοί εργάτες εξαπέλυσαν ξανά κύματα απεργιών την τελευταία δεκαετία πριν από το 1914. Όμως, την εποχή της Δεύτερης Διεθνούς δεν πραγματοποιήθηκε καμία συλλογική πρακτική καινοτομία επαναστατικού χαρακτήρα σε σύγκριση με την Κομμούνα και τα ρωσικά σοβιέτ. Απεναντίας μάλιστα, το SPD μετατοπιζόταν όλο και περισσότερο προς τον ελεκτοραλισμό, τον κοινοβουλευτισμό, τον λεγκαλισμό και τον ευσεβή συνδικαλισμό. Το SPD απέκτησε την ηγεμονία επί του σοσιαλιστικού κινήματος κατά την διάρκεια των δεκαετιών της κοινωνικής ειρήνης. Η μεγάλη σημασία που είχε αυτή η ηγεμονία ήταν η φθοροποιός επίδραση που άσκησε το SPD στο σοσιαλιστικό κίνημα σχετικά με το τι είναι ο σοσιαλισμός και πώς αυτός θα πραγματοποιηθεί. Το SPD ήταν μια μεγάλη «κοινωνία μέσα στην κοινωνία» στην Γερμανία, είχε οργανώσεις όλων των ειδών, ο κομματικός του Τύπος αποτελείτο από δεκάδες ημερήσιες τοπικές εφημερίδες και πραγματοποιούσε πολιτιστικά και εκπαιδευτικά προγράμματα για τους εργάτες, πράγμα το οποίο ήταν ένα από τα πιο ελκυστικά του γνωρίσματα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, καθώς το κόμμα κατήγαγε την μία εκλογική νίκη μετά την άλλη, άρχισε να δημιουργείται μια διάθεση που συνοψίζεται στην παρατήρηση του Μπρεχτ, μετά τον θρίαμβο του Χίτλερ το 1933, ότι «η γερμανική εργατική τάξη δεν ήταν ποτέ πιο αφοπλισμένη παρά από τότε που άρχισε να πιστεύει ότι ο θρίαμβός της ήταν αναπόφευκτος».
Η μαρξιστική παράδοση εντός της Δεύτερης Διεθνούς αντιμετώπισε και ασχολήθηκε θεωρητικώς με ζητήματα δημοτικού σοσιαλισμού (ο λεγόμενος «σοσιαλισμός των υπονόμων» [sewer socialism], όπως τον εισήγαγαν οι Γερμανοί εμιγκρέδες στις ΗΠΑ), εθνικοποίησης ή κοινωνικοποίησης και μιας «ορθολογικά σχεδιασμένης οικονομίας». Ανέπτυξαν θεωρίες μετάβασης από τον σοσιαλισμό στον αναπτυγμένο κομμουνισμό. Όμως έως την Ρωσική Επανάσταση του 1905 και το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα της περιόδου 1917-1921 –πάνω απ’ όλα στην Ρωσία και την Γερμανία- η έννοια των «μορφών» εργατικής εξουσίας ήταν γενική και αόριστη. Η επινόηση των σοβιέτ –δηλαδή το κεντρικό συμβούλιο ανακλητών εκπροσώπων από τα εργοστασιακά και τα περιφερειακά συμβούλια, μαζί με τα συμβούλια αγροτών, στρατιωτών και ναυτών- από την ρωσική εργατική τάξη ήταν η κατεξοχήν ιστορική απάντηση στο προηγουμένως θεωρητικό ερώτημα. Όμως η ήττα που γνώρισε παντού το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα οδήγησε στην διάλυση των σοβιέτ στην Γερμανία και την Ρωσία και ο επαναστατικός δημοκρατικός τους χαρακτήρας, ειδικά όσον αφορά τον άμεσο εργατικό έλεγχο της παραγωγής, κατά μέγα βαθμό λησμονήθηκε για μισό αιώνα. Αν αυτή η εμπειρία είχε θέσει για ένα μικρό διάστημα το ζήτημα της «εθνικοποίησης υπό εργατικό έλεγχο» ως το περιεχόμενο της εργατικής εξουσίας, από το 1930 ο «σοσιαλισμός» -εκτός τις από μικρές φράξιες της διεθνούς αριστερής αντιπολίτευσης στον σταλινισμό- συνδεόταν με διάφορες μορφές εθνικοποίησης και οικονομικού σχεδιασμού.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και πριν από το 1914, η θεωρία του Μαρξ και του Ένγκελς, ακόμη και πετσοκομμένη από τους διάσημους «μαρξιστές» της Δεύτερης Διεθνούς, είχε σημαντικούς ανταγωνιστές: τον φαβιανό σοσιαλισμό των Γουέμπ, τον δημοτικό σοσιαλισμό που ασκούσαν κατά τόπους οι σοσιαλδημοκράτες δήμαρχοι, τα διάφορα μουτουαλιστικά σχήματα του αναρχισμού και την μπισμαρκική κοινωνική ασφάλιση. Η ευρεία εφαρμογή αυτών των πολιτικών μετά το 1945 μπορεί να τις κάνει να φαίνονται τόσο σημαντικές εκ των υστέρων, αλλά η μέτρια εφαρμογή μέτρων κράτους προνοίας ή η ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών στην Βρετανία, την Σουηδία, την Νέα Ζηλανδία και την Γερμανία τα χρόνια λίγο πριν το 1914 εξέφραζαν σαφώς το μέλλον. Το 1914 ή μερικές δεκαετίες αργότερα ήταν λιγότερο σαφές το πώς ακριβώς θα πραγματοποιείτο αυτό το μέλλον.
Είναι σημαντικό να εξετάσουμε αυτήν την συγκυρία, λίγο πριν από την εμφάνιση του σοβιετικού φαινομένου, που περιέπλεξε ακόμη περισσότερο το ζήτημα του περιεχομένου του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Είναι σημαντικό να δούμε πρώτα απ’ όλα την κεντρική σημασία που είχε αποκτήσει, υπό την αιγίδα του γερμανικού SPD, ο ρόλος του κράτους για το κλασσικό εργατικό κίνημα. Είναι αναγκαίο, προκειμένου να ασκήσουμε κριτική σε αυτόν τον κρατισμό (ο οποίος αποτελούσε πρότυπο για τα περισσότερα μετέπειτα σημαντικά ρεύματα) να σταθούμε και να δούμε για λίγο την πραγματική αντίληψη του Μαρξ και του Ένγκελς για τον κομμουνισμό, η οποία επέδρασε τόσο λίγο στο κλασσικό εργατικό κίνημα.
Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς το ζήτημα-κλειδί για τον καπιταλισμό ήταν η μισθωτή εργασία ως εμπόρευμα, το καθεστώς της οποίας στην αγορά ήταν αφενός το ίδιο με τα άλλα εμπορεύματα, αλλά αφετέρου αποτελούσε το «καθολικό εμπόρευμα», του οποίου η αξία όριζε την άξια όλων των άλλων εμπορευμάτων. Στον βαθμό που προσδιόριζαν το εμπόρευμα, χαρακτηρίζοντάς το τόσο ως ανταλλακτική αξία όσο και ως αξία χρήσης, αντιλαμβάνονταν αυτόν τον διττό, αντιφατικό χαρακτήρα της εργατικής δύναμης των πραγματικών ανθρωπίνων όντων στην υλική παραγωγή και αναπαραγωγή του εαυτού τους ως την πηγή μιας ολόκληρης σειράς άλλων ανταγωνισμών. Αν και αυτό λίγο αναγνωρίζεται, η θεμελιώδης μαρξική κριτική της πολιτικής οικονομίας βασίζεται στο πρόβλημα της ατομικής δημιουργικότητας σε μια κοινωνία όπου τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει παρά μονάχα εάν αποδειχθεί βιώσιμο στην αγορά όπου τα εμπορεύματα έρχονται σε αντιπαραβολή μεταξύ τους. Ο Μαρξ χρησιμοποίησε το παράδειγμα του Μίλτωνος για να επεξηγήσει αυτό το ζήτημα. Ο Μίλτον ως ποιητής «έγραψε ποίηση όπως ένας μεταξοσκώληκας γνέθει μετάξι». Όμως σε μια αστική κοινωνία, η οποία βασίζεται στην εμπορευματική παραγωγή, το έργο του Μίλτωνος έπρεπε να διέλθει από τις εμπορευματικές σχέσεις με εκδότες, επιμελητές κ.ά. Η δραστηριότητα στον καπιταλισμό έγινε κοινωνικώς «διαμεσολαβημένη», δηλαδή διαμεσολαβημένη από την εμπορευματική παραγωγή. Ο κομμουνισμός είναι, τότε, η κοινωνία στην οποία η ποίηση του Μίλτωνος, ο οποίος γράφει «όπως ο μεταξοσκώληκας γνέθει μετάξι», θα γίνει άμεσα κοινωνική, δηλαδή θα είναι ο σκοπός της παραγωγής. Ο κομμουνισμός, στο ανώτερο επίπεδό του, ήταν για τον Μαρξ και τον Ένγκελς μια κοινωνία στην οποία η παραγωγή και η αναπαραγωγή των δημιουργικών ατόμων είναι ο σκοπός της παραγωγής, αντί για το κατά σύμπτωση εκμεταλλεύσιμο προϊόν, που αποτελεί υπό συνθήκες καπιταλισμού. Όλα τα ζητήματα που αφορούν την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, την κοινωνικοποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας και του σχεδιασμού υπάγονται εν τέλει σε αυτόν τον σκοπό.
Από το 1914 έως το 1945 ο ασαφής «ορισμός» του σοσιαλισμού-κομμουνισμού από τον Μαρξ και τον Ένγκελς απέκτησε, διαμέσου της συγκεκριμένης ιστορικής εμπειρίας του διεθνούς εργατικού κινήματος, ένα τέτοιο περιεχόμενο το οποίο απέκρυπτε πλήρως αυτόν το απελευθερωτικό πυρήνα της μαρξικής θεωρίας. Αμέσως μετά τις επαναστάσεις στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη πραγματοποιήθηκαν σε κάθε χώρα εκτενείς συζητήσεις για τον σχεδιασμό, την εθνικοποίηση, τον ρόλο του κράτους, τα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας, τις εργατικές κατοικίες, και μερικά από αυτά τα μέτρα θεσπίστηκαν νομοθετικώς από τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στην Γερμανία κατά την διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στην Αυστρία. Στην Σοβιετική Ένωση η ήττα του διεθνούς επαναστατικού κύματος και η διεθνής απομόνωση των Μπολσεβίκων (και –εξίσου σημαντικό- η απομόνωσή τους μέσα στην ίδια την σοβιετική κοινωνία) προετοίμασε το έδαφος για την συζήτηση για την εκβιομηχάνιση στα μέσα της δεκαετίας του 1920, την οποία ακολούθησε, το 1928, η εκπόνηση και η εφαρμογή του Πρώτου Πεντάχρονου Πλάνου από τον Στάλιν. Η έλευση στην εξουσία του Μουσολίνι το 1922 και του Χίτλερ το 1933 κατέστησε τον φασισμό ένα τρίτο αναπάντεχο συμμέτοχο στην διεθνή οικονομική συζήτηση, επειδή ο φασισμός δανείσθηκε σε μεγάλο βαθμό από το σοσιαλιστικό κίνημα και το σωματειακό σύστημα του Μουσολίνι, που ρύθμιζε κάθε τομέα της ιταλικής οικονομίας (στο κόμμα του συμμετείχαν πολλοί πρώην αναρχοσυνδικαλιστές) προσήλκυσε το διεθνές ενδιαφέρον ως ένα άλλο πιθανό μοντέλο οικονομικής ρύθμισης. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν, μεταξύ άλλων, ένα τεράστιο πείραμα κρατικής οικονομικής διαχείρισης, το οποίο, διαμέσου αυτών που το εφάρμοσαν -όπως ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, ο Τζ. Μ. Κέυνς, ο Χιάλμαρ Σαχτ, ο Ζαν Μονέ και ο Βάλτερ Ράθεναου- απέδειξε στην πράξη ότι η κρατική ρύθμιση και διαχείριση δεν ήταν ασύμβατη με τον καπιταλισμό και με τα κέρδη των καπιταλιστών. Από το 1929 έως το 1933 διεξήχθη μια μεγάλη συζήτηση στο εσωτερικό του γερμανικού εργατικού κινήματος και του γερμανικού φασιστικού κινήματος σχετικά με συγκεκριμένες λύσεις στην οικονομική ύφεση, και η κεϋνσιανή αναθέρμανση της οικονομίας από τον Χίτλερ, που είχε ως επίκεντρό της την κρατική χρηματοδότηση της πολεμικής παραγωγής και την δημιουργία πίστωσης, δεν βρισκόταν τόσο μακριά από πολλές παρόμοιες λύσεις που είχαν υποστηριχθεί από οικονομολόγους του SPD (βλ. Jean-Pierre Faye, Langages totalitaires). Από το 1929 έως το 1945 η πεποίθηση ότι ο φιλελεύθερος καπιταλισμός, και πιθανότατα και η ίδια η φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως υπήρχε πριν από το 1914, ήταν νεκρές, ήταν ευρύτατα διαδεδομένη σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Από την εποχή του ξεσπάσματος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μόνο μια χούφτα φιλελεύθερες δημοκρατίες είχαν επιβιώσει στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο και ακόμη κι αυτές είχαν αναλάβει μεγάλη κρατικιστική δράση για να αναθερμάνουν την οικονομία τους. Το αμερικανικό Νιού Ντηλ και το Λαϊκό Μέτωπο του Λεόν Μπλουμ στην Γαλλία φαίνονταν στους παρατηρητές εκείνου του καιρού ότι βρίσκονταν μέσα σε ένα στενό συνεχές με την οικονομία του γερμανικού και του ιταλικού φασισμού και του σοβιετικού «κομμουνισμού». Πράγματι, για πολλούς παρατηρητές τα συστήματα αυτά φαίνονταν να έχουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους σε σχέση με ό,τι είχαν με τον προ του 1914 φιλελεύθερο καπιταλισμό (βλέποντας το ζήτημα από μια υπερβάλλουσα σκοπιά). Φυσιογνωμίες όπως ο Ιταλός Μπρούνο Ρίτσι έγραφαν σκανδαλιστικά βιβλία σχετικά με την «γραφειοκρατικοποίηση του κόσμου» και ο Berle, o Means και ο Τζέιμς Μπάρναμ στις ΗΠΑ θεωρητικοποίησαν την «επανάσταση των διευθυντών», σύμφωνα με την οποία οι ατομικοί καπιταλιστές είχαν αντικατασταθεί από τεχνοκράτες, μάνατζερ και κρατικούς διαχειριστές. Πράγματι, πολλές τέτοιες θεωρίες υποστήριξαν ότι αυτή η αλλαγή είναι κατά πολύ πιο επαναστατική όσον αφορά την πρακτική κατάργηση του καπιταλισμού σε σχέση με τον μαρξικό σοσιαλισμό, είτε στην λαϊκή είτε στην πιο θεωρητική του μορφή. Η ίδια η τεχνοκρατία, η οποία υπήρχε ως ρεύμα από τις αρχές του 20ού αιώνα, προσέφερε την δική της εκδοχή για μια κοινωνία πέραν του καπιταλισμού, στην οποία οι μηχανικοί θα επέκτειναν τις δικές τους μεθόδους επίλυσης προβλημάτων από τα τεχνικά στα κοινωνικά ζητήματα και θα αποτελούσαν, λόγω της επιστημονικής τους εκπαίδευσης, την μόνη κοινωνική ομάδα που είναι ικανή να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο εγχείρημα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 οι θεωρητικοί που προέβαλαν την κρατική ρύθμιση ως λύση στην κρίση ενός ετοιμοθάνατου καπιταλισμού εμφανίσθηκαν σαν μία πραγματική «πληθώρα ψευδομεσσιών». Τέτοιου είδους ρεύματα δεν μπορούσαν παρά να ενισχυθούν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου η κρατική διαχείριση πραγματοποιείτο σε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Ακόμα και σε μη εμπόλεμες χώρες, όπως οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, η περίοδος 1929-1945 κατέστησε δυνατή ή αναπόφευκτη την αυταρχική αποχώρησή τους από την παγκόσμια αγορά, που βρισκόταν σε ύφεση, και την ευρεία χρήση της κρατιστικής υποκατάστασης των εισαγωγών καθώς και την εφαρμογή άλλων μέτρων που εγκαινίασαν εκείνα τα χρόνια μια περίοδο βιομηχανικής ανάπτυξης χάρη στην ζήτηση που προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (βλ. και πάλι το βιβλίο του Joseph Love).
Θα αποτελούσε όμως διαστρέβλωση της κατάστασης αν παρουσιάζαμε την εξέλιξη της συζήτησης ή της φαινομενικής συζήτησης για το περιεχόμενο του σοσιαλισμού κατά την περίοδο του μεσοπολέμου εάν δεν υπογραμμίζαμε το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση και η σχεδιασμένη οικονομία της ήταν αυτή που επισκίασε κάθε άλλο μοντέλο ρήξης με τον καπιταλισμό. Εν μέσω της παγκόσμιας κρίσης –ειδικά την εποχή του Λαϊκού Μετώπου (1935-1939) ή αργότερα, την περίοδο 1941-1947 του μπλοκ των Συμμάχων κατά του φασισμού, έως την οριστική στροφή προς τον Ψυχρό Πόλεμο το 1947- είναι σχεδόν αδύνατο να υποτιμήσουμε την καλή διάθεση με την οποία έβλεπαν το σοβιετικό μοντέλο τα «προοδευτικά» στοιχεία σε όλα τα μέρη του κόσμου. Ακόμη και η παρένθεση που αποτέλεσε η περίοδος 1939-1941 με το σύμφωνο Στάλιν-Χίτλερ (παρ’ όλο που απομάκρυνε πολλούς συνοδοιπόρους της Σοβιετικής Ένωσης στις εναπομείνασες φιλελεύθερες δημοκρατίες) υπογράμμισε την φαινομενικά ασταμάτητη άνοδο του κολεκτιβισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η αίσθηση καθώς και η απροθυμία άσκησης κριτικής προς το σοβιετικό πείραμα επεκτάθηκαν τώρα στις τάξεις των σοσιαλιστών και των φιλελευθέρων, που δεν ήσαν υποστηρικτές του σταλινικού μοντέλου. Ο θάνατος εκατομμυρίων κουλάκων κατά την περίοδο της βίαιης κολεκτιβοποίησης, η ένταξη πολλών άλλων εκατομμυρίων ανθρώπων σε προγράμματα καταναγκαστικής εργασίας, η επιβολή εργασιακής πειθαρχίας κατά τα στρατιωτικά πρότυπα τα χρόνια του «οργιώδους σχεδιασμού» (bacchanalian planning) ή οι συνέπειες των Δικών της Μόσχας (οι οποίες εξόντωσαν το μεγαλύτερο μέρος της Παλιάς Μπολσεβίκικης Φρουράς) είτε απορρίπτονταν ορθά-κοφτά ως αστικές συκοφαντίες ή παρουσιάζονταν, με τρόπο απολογητικό ή πραγματιστικό, ως αναγκαία κακά που εμπεριέχει κάθε επαναστατικό πείραμα. Τα φιλελεύθερα περιβάλλοντα στην Αμερική, την Βρετανία και την Γαλλία την δεκαετία του 1930 ήταν βαθύτατα σταλινόφιλα. Η γαλλική «Ένωση για τα δικαιώματα του ανθρώπου» [Ligue des Droits de l’Homme] υποστήριξε τις Δίκες της Μόσχας. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα ήταν πάρα πολύ εύκολη η αποκήρυξη των μικρών μειοψηφιών που αγωνίζονταν κατά του σταλινισμού από τα αριστερά ως ξεκάρφωτες σέκτες, αν δεν χαρακτηρίζονταν απλώς ως προβοκάτορες της αστυνομίας ή πράκτορες του φασισμού.
Οι γενικές απεργίες και εν γένει οι μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις στην Γαλλία (1936) και η κοινωνική επανάσταση στην Ισπανία (1936-37) διεξάγονταν από τα Κομμουνιστικά Κόμματα αυτών των χωρών χωρίς να εγείρουν κανένα σοβαρό ερώτημα για τις παραπάνω ομάδες. Η μεγάλη άνοδος του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ, που ξεκίνησε το 1934, είχε, από το 1937, μετατραπεί σε στήριγμα του Νιού Ντηλ όταν το ΚΚ ΗΠΑ υιοθέτησε την στροφή προς το Λαϊκό Μέτωπο και υποστήριξε τον Ρούσβελτ.
Τα νέα κοινωνικά στρώματα που στρατολογούνταν από τον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος είχε αρχίσει να ακμάζει από την δεκαετία του 1890 και μετά, είδαν τις φιλοδοξίες τους να καθρεφτίζονται στο σοβιετικό κράτος (οι Γουέμπ, οι οποίοι σύντομα έγιναν επίσης θαυμαστές του Μουσολίνι, αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση) και το σοβιετικό κράτος, με την σειρά του, ενέπνεε τον ενθουσιασμό με τον οποίον τα στοιχεία αυτά είχαν βολευτεί μέσα στην ταχέως αναπτυσσόμενη κρατική γραφειοκρατία στην Βρετανία, την Γαλλία ή στις ΗΠΑ. Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η πολεμική προσπάθεια των Συμμάχων και τα σχέδιά τους για μια μεταπολεμική παγκόσμια τάξη πραγμάτων, σε συνδυασμό με την άνοδο των αντιφασιστικών κινημάτων αντίστασης στις χώρες της Ευρώπης που βρίσκονταν υπό ναζιστική κατοχή, φούντωσαν ακόμη πιο πολύ αυτές τις ελπίδες.
Έχουμε σκιαγραφήσει παραπάνω τον αντίκτυπο που είχε στο διεθνές πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον η γοργή μετάβαση σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου των Συμμάχων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από το 1950 η εγκαθίδρυση των Λαϊκών Δημοκρατιών στην Ανατολική Ευρώπη, η Κινεζική Επανάσταση και το ξέσπασμα του Πολέμου της Κορέας έδιναν την ισχυρή εντύπωση ότι το σοβιετικό μοντέλο διέθετε ακόμη μεγαλύτερη δύναμη από αυτή που είχε πριν από δέκα χρόνια, στην εποχή του Λαϊκού Μετώπου. Έως την σταθεροποίηση της ατμόσφαιρας της «παλινόρθωσης» στην Δυτική Ευρώπη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, η κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος στην Βρετανία (1945-51) και η συμμετοχή ή ο δεσπόζων ρόλος της Αριστεράς σε κυβερνήσεις εθνικής ανασυγκρότησης στην Γαλλία, την Δυτική Γερμανία, την Ιταλία και το Βέλγιο έδιναν την εντύπωση ότι είχαν τεθεί τα θεμέλια για την δημιουργία κάποιου είδους «σοσιαλιστικών» οικονομιών με την πραγματοποίηση εκτεταμένων εθνικοποιήσεων και την ευρεία επέκταση της κοινωνικής νομοθεσίας. Εν αντιθέσει με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν συνοδεύθηκε στην Δυτική Ευρώπη από μια επαναστατική άνοδο. Αναμφιβόλως (όπως αναφέραμε παραπάνω) ο συμβιβαστικός ρόλος των Κομμουνιστικών Κομμάτων στην Γαλλία, την Ιταλία και το Βέλγιο την περίοδο 1945-1947 ήταν καίριας σημασίας για την εγκατάλειψη των ελπίδων της εργατικής τάξης για μια ριζική αλλαγή μετά τον πόλεμο· ελπίδων οι οποίες επεκτείνονταν πολύ πέραν της εργατικής τάξης. Οι ΗΠΑ επίσης εξέρευσαν σημαντικούς πόρους για την οικονομική, πολιτική και κοινωνική σταθεροποίηση της Δυτικής Ευρώπης, επιβάλλοντας την πόλωση της εσωτερικής πολιτικής της ηπειρωτικής Ευρώπης με βάση τις διαχωριστικές γραμμές που υπαγόρευαν τα αναδυόμενα ψυχροπολεμικά μπλοκ. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπ’ όψιν ότι υπήρχε ευρεία πρόβλεψη, από όλες τις πλευρές, για μια υποτροπή της ύφεσης, όπως η ύφεση της περιόδου 1919-1920, μόλις επιτευχθεί η πλήρης επιστροφή στην παραγωγή της ειρηνικής περιόδου. Επειδή η παγκόσμια οικονομία είχε βγει από την ύφεση μονάχα με τον επανεξοπλισμό της Δύσης την διετία 1937-1938 εν όψει του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, φαινόταν λογικό να υποτεθεί ότι η λήξη του πολέμου θα επιφέρει ύφεση στην οικονομία.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον το να αποδώσουμε την επιτυχία της συντηρητικής παλινόρθωσης στην Δυτική Ευρώπη, από το 1952, στην υποχωρητικότητα των δυτικοευρωπαϊκών Κομμουνιστικών Κομμάτων λόγω της πίεσης που δέχονταν από τον Στάλιν και την Συμφωνία της Γιάλτας, εγείρει πολλά ερωτήματα. Όπως παρόμοιες ερμηνείες της ήττας των ευρωπαϊκών επαναστάσεων μετά το 1918 που βασίζονται στην προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας, μια τέτοια ερμηνεία δεν εξηγεί το γιατί οι εργατικές μάζες ανέχθηκαν έναν τέτοιο συμβιβασμό και, πολύ περισσότερο, δεν δίνουν σοβαρή προσοχή στο ποιο είδος «σοσιαλισμού» θα οικοδομούσαν αυτά τα κόμματα που ήταν τόσο υποταχτικά στον Στάλιν, αν έπαιρναν την εξουσία.
Ειδικότερα, οι μικρές επαναστατικές ομάδες που δραστηριοποιούνταν κατά την άμεση μεταπολεμική περίοδο δεν μπόρεσαν να δουν, όπως και τόσες πολλές άλλες (με σημαντική εξαίρεση του μπορντιγκιστές, που είχαν ορθώς προβλέψει δεκαετίες ρεφορμιστικής ηγεμονίας), τις πραγματικότητες της περιόδου και έτσι διατηρούσαν «αποκαλυπτικές» προσδοκίες και έκαναν προβλέψεις για μια επανάληψη της αμέσως μετά το 1917 επαναστατικής ανόδου. Τέτοιου είδους προσδοκίες και εύλογες αναλογίες που βασίζονται στην ιστορική εμπειρία της περιόδου του μεσοπολέμου δημιούργησαν πολλές αυταπάτες σε αυτά τα ρεύματα (όπως ακριβώς και σε πολλούς άλλους) και τα εμπόδισαν να δουν τις βαθύτερες δυνάμεις που εργάζονταν για την σταθεροποίηση και την μακρά μεταπολεμική οικονομική επέκταση.
Αναφερθήκαμε αρκετές φορές στην σημασία της εμφάνισης των αντιαποικιακών κινημάτων στο προσκήνιο της παγκόσμιας ιστορίας την δεκαετία προ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου· μια εμφάνιση που υπογραμμίσθηκε από την ιαπωνική στρατιωτική νίκη του 1905. Την περίοδο της επιταχυνόμενης αποαποικιοποίησης, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ειδικά μετά το Μπαντούνγκ, τα νέα ανεξάρτητα αναπτυσσόμενα κράτη -όπως η Ινδία, η Αίγυπτος, η Ινδονησία, αργότερα η Γκάνα και τελικά η Αλγερία- προστέθηκαν, για πρώτη φορά, στην αυξανόμενη ποικιλία των χωρών που χαρακτηρίζονταν ως «προοδευτικές» και χρησίμευσαν ως μοντέλα για παρόμοιες χώρες και για αντιαποικιακά κινήματα σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρ’ όλο που αυτές οι χώρες και οι αντιιμπεριαλιστικές τους ιδεολογίες πλησίαζαν περισσότερο τα πρωτοφασιστικά ή φασιστικά κινήματα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (με την εμφάνιση των πρώτων τριτοκοσμικών παραδειγμάτων του Ατατούρκ, του Ικμπάλ και του Βάργκας) παρά με τον μαρξισμό, η νέα μεταπολεμική (μετά το 1945) συγκυρία κατέστησε δυνατή την ανακύκλωσή τους στο «προοδευτικό» στρατόπεδο. Έτσι, η φιλελεύθερη ιδεολογία της εποχής προ του 1914 -ενώ είχε διασωθεί, αν και έχοντας υποστεί φθορά, από την «εποχή του κολεκτιβισμού» του τέλους της δεκαετίας του 1930 και παρ’ όλο που κινδύνευσε να εξαλειφθεί διεθνώς- βρέθηκε, από το 1957, να ανταγωνίζεται τις σταλινικές οικονομίες του Ανατολικού Μπλοκ και τα νέα «βοναπαρτιστικά κράτη» του Τρίτου Κόσμου. Ο φιλελευθερισμός του 19ου αιώνα ήταν, ασφαλώς, κατ’ ουσίαν νεκρός. Επιβίωνε στις «μικτές οικονομίες», στις «κοινωνικές οικονομίες της αγοράς», στα «κράτη προνοίας» και στις ιδεολογίες του «τρίτου δρόμου», που βρίσκονταν στην εξουσία, τουλάχιστον στην πράξη, στην Δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το θεωρητικό υπόβαθρο πολλών από αυτές τις θεσμικές ρυθμίσεις ήταν φυσικά η θεωρία του Τζ. Μ. Κέυνς, που αναπτύχθηκε την περίοδο του μεσοπολέμου. Το διακύβευμα όλων αυτών των ρυθμίσεων ήταν η σχέση μεταξύ κράτους και αγοράς ή σχεδίου και αγοράς. Έχει σημασία να παρακολουθήσουμε την πορεία αυτών των διαφόρων εκδοχών του κεϋνσιανισμού, επειδή με την γενική κρίση της Αριστεράς διεθνώς την δεκαετία του 1970 τέτοιου είδους ζητήματα θα επέστρεφαν εκδικητικά με την επιθετική μορφή που τα έθεσε ο νεοφιλελευθερισμός. Διαμέσου της Ρωσικής Επανάστασης, της εμπειρίας του μεσοπολέμου στην Δύση και της διαδικασίας αποαποικιοποίησης η διεθνής Αριστερά είχε αφομοιώσει σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό τις διάφορες παραλλαγές του «λαϊκού κράτους», που υποστηρίχθηκε από το λασσαλικό SPD στην Γκότα το 1875. Οι κατηγορίες του μαρξισμού αντικαταστάθηκαν από τις κατηγορίες του μερκαντιλισμού της κρατικής γραφειοκρατίας (για μια έξοχη διαπραγμάτευση αυτών των ζητημάτων βλ. R. Szporluk, Communism and Nationalism. Karl Marx versus Friedrich List, 1988).
Η μεταπολεμική άνθηση: Το απόγειο των μη παραγωγικών μεσαίων τάξεων
Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία μετά το 1945 δεν ξαναέπεσε σε ύφεση. Αποτέλεσε, διερχόμενη από τρεις φάσεις, μία από τις μακρότερες περιόδους επέκτασης στην ιστορία του καπιταλισμού. Από καθαρώς οικονομικής απόψεως η περίοδος της ραγδαίας οικονομικής ανόδου, που έφθασε στο απόγειό της από το 1965 και τελείωσε το 1973, μπορεί να αναχθεί χρονικώς, τουλάχιστον όσον αφορά τις ΗΠΑ, στο 1938. Είναι απολύτως σαφές ότι κανείς δεν μπορεί να χαρακτηρίσει ως «σοσιαλιστικούς» τους διεθνείς οργανισμούς που δημιουργήθηκαν κατά την έναρξη της μεταπολεμικής ανάκαμψης: την συμφωνία του Μπρέτον Γουντς, την Παγκόσμια Τράπεζα, την GATT και τον ΟΟΣΑ. Όμως, όπως θα δούμε, ένα από τα βασικά ελαττώματα όλων των κρατικιστικών λύσεων στον δυτικό και στον αποαποικιοποιημένο κόσμο ήταν ότι αγνοούσαν την σημασία τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις αποδόθηκε στο κράτος η ταχεία και δυναμική ανάπτυξη, ενώ σε άλλες το κράτος θεωρήθηκε υπεύθυνο για την οικονομική στασιμότητα και παρακμή. Η κρίση της δεκαετίας του 1970 θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την διεθνή Αριστερά. Η Αριστερά, με μια λέξη, είχε καταληφθεί από θεσμοποίηση (institutionalism).
Η μεταπολεμική ραγδαία οικονομική άνοδος διήλθε από τρεις φάσεις. Η πρώτη διήρκεσε από το 1945 έως το 1958. Χαρακτηρίζεται από το Σχέδιο Μάρσαλ, την κίνηση προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την μέριμνα για την δημιουργία διεθνούς ρευστότητας διαμέσου του αμερικανικού ισοζυγίου πληρωμών, την ταχεία (και χαμηλόμισθη) ανάπτυξη στην Ευρώπη, την αργή ανάπτυξη στις ΗΠΑ (με την παρεμβολή κρίσεων κατά τις περιόδους 1948-49, 1953-54, 1957-58, 1960-61) και από την επιτάχυνση της περιθωριοποίησης του Τρίτου Κόσμου μέσω της εντατικής συσσώρευσης στην Βόρειο Αμερική, την Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία.
Η δεύτερη φάση της μεταπολεμικής ραγδαίας οικονομικής ανόδου διήρκεσε από το 1958 έως το 1969. Χαρακτηρίζεται από την βαθιά μεταβολή της αμερικανικής οικονομίας μετά την κρίση της διετίας 1957-58 και από την επιτάχυνση των παραγωγικών επενδύσεων στο εξωτερικό και ειδικά στην Δυτική Ευρώπη. Η ίδρυση της ΕΟΚ (1957) δημιούργησε συνθήκες κινητικότητας της εργασίας στην Ευρώπη και άνοιξε την ευρωπαϊκή αγορά στις αμερικανικές επενδύσεις. Περί το 1965 οι επενδύσεις στην παραγωγή άρχισαν να κατευθύνονται σε επιλεγμένα μέρη του Τρίτου Κόσμου όπου η παραγωγικότητα της εργασίας είχε φθάσει σε κατάλληλα επίπεδα και όπου υπήρχε η υποδομή για μαζική παραγωγή. Στην δεύτερη φάση της μεταπολεμικής ραγδαίας οικονομικής ανόδου η κρίση του δολαρίου, που οι ειδικοί έθεσαν επί τάπητος το 1958, εγκαινίασε ένα σοβαρό σημείου διεθνούς αντιδικίας, που επέφερε την καθιέρωση σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, την στροφή προς τον χρυσό και την δημιουργία της αγοράς ευρωδολαρίου για την απορρόφηση των δολαρίων που προέρχονταν από τις ΗΠΑ από ένα τώρα υπερβολικό ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι ΗΠΑ γνώρισαν μια ραγδαία οικονομική άνοδο από το 1961 έως το 1969, η οποία οφείλεται εν μέρει στον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι πραγματικοί μισθοί σταθεροποιήθηκαν σε ένα ορισμένο ύψος στον τομέα της βιομηχανίας το 1965. Στην Ευρώπη οι μισθοί άρχισαν να ανεβαίνουν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 χάρη στην αγωνιστικότητα της εργατικής τάξης που είχαν δημιουργήσει οι συνθήκες της οικονομικής ανόδου ύστερα από μια γενική κατάσταση λιτότητας στους μισθούς από το 1945 έως το 1965. Η κρίση του δολαρίου το 1968 έφερε σε δοκιμασία το οικοδόμημα του Μπρέτον Γουντς και οδήγησε στην κρίση της περιόδου 1969-1971 στις ΗΠΑ. Η δυναμική της οικονομικής ανόδου έφθασε στο απόγειό της με τις κρίσεις της περιόδου 1965-1967 στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία καθώς και με την μικρή κρίση του 1966 στις ΗΠΑ. Η τελική φάση της μεταπολεμικής ραγδαίας οικονομικής ανόδου, που διήρκεσε έως το 1973, ήταν στην πραγματικότητα μια υπερπληθωριστική άνοδος που είχε πλέον ξεπεράσει τα πραγματικά της όρια και δεν μπορούσε πια να στηρίζει τον δυναμισμό της στην σφαίρα της παραγωγής, αλλά ήταν εξαρτημένη από την μαζική κρατική πίστωση και την λεηλασία του παραγωγικού ενεργητικού.
Έχει σημασία επίσης να σημειώσουμε τις εξελίξεις στο σοβιετικό μπλοκ για την διαπραγμάτευση της σχέσης μεταξύ κράτους, αγοράς και πλάνου. Ήδη από το 1944 οι σοβιετικοί οικονομικοί κύκλοι διεξήγαγαν μια συζήτηση σχετικά με την λειτουργία του νόμου της αξίας. Από την εποχή της εγκατάλειψης της ΝΕΠ το 1928 είχε αμφισβητηθεί το κύρος στις οικονομικές συζητήσεις και πρακτικές στην Σοβιετική Ένωση προτάσεων που υποστήριζαν τον προσανατολισμό στην αγορά σε σχέση με την διαδικασία εκβιομηχάνισης της χώρας. Οι εντυπωσιακοί δείκτες ανάπτυξης που σημειώνονταν την περίοδο της ανασυγκρότησης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εξακολουθούσαν να θέτουν στο περιθώριο τέτοιου είδους απόψεις. Το 1962, ωστόσο, η Τσεχοσλοβακία, η οποία πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η πιο εκβιομηχανισμένη περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, με ένα βιοτικό επίπεδο που μπορούσε να συγκριθεί χονδρικά με την Γαλλία, σημείωσε μια χρονιά αρνητικής ανάπτυξης. Επειδή ήταν η πιο βιομηχανική χώρα του σοβιετικού μπλοκ αυτό το αξιοσημείωτο γεγονός σήμανε συναγερμό. Το τσεχικό πρόβλημα, το οποίο τελικά οδήγησε στις μεταρρυθμίσεις του Ντούμπτσεκ την διετία 1967-68, αναδείκνυε ένα πρόβλημα που αφορούσε ολόκληρο το μπλοκ, δηλαδή την εξάντληση της συσσώρευσης που βασιζόταν στην εκτατική ανάπτυξη, η οποία αποτελούσε ένα πρόβλημα που είχαν αντιμετωπίσει εν συνόλω οι δυτικές οικονομίες από το 1914 έως το 1945. Στον βαθμό που αυτές οι δομές βρίσκονταν εγγύτερα με τις χώρες του ανατολικού μπλοκ αναδείκνυαν φαινόμενα παγκόσμιας σημασίας. Οι οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης βρέθηκαν μπλοκαρισμένες από τους υποστηρικτές του κεντρικού σχεδιασμού, των οποίων οι μέθοδοι, που μόλις και επαρκούσαν για την εκτατική ανάπτυξη, ήταν άχρηστες για την εντατική ανάπτυξη. Οι υποστηρικτές του κεντρικού σχεδιασμού βρέθηκαν χονδρικά στην ίδια θέση στην οποία βρέθηκαν οι βιομήχανοι στις ΗΠΑ που στηρίζονταν στις μεθόδους έντασης εργασίας και στον προσανατολισμό της παραγωγής προς την εθνική αγορά, οι οποίοι την δεκαετία του 1930 αντιστάθηκαν στην μετάβαση στον κεϋνσιανισμό. Η αποτυχία του Χρουστσώφ, η ασημαντότητα των μεταρρυθμίσεων Λήπμαν στην Σοβιετική Ένωση το 1965 και η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία καθυστέρησαν την Ημέρα της Κρίσης, που ήρθε τελικώς με τον Γκομπατσώφ το 1985. Οι οικονομολόγοι του σοβιετικού μπλοκ ήταν παγιδευμένοι μεταξύ του διλήμματος αφενός να διαλύσουν τον μηχανισμό κεντρικού σχεδιασμού για να εξορθολογικοποιήσουν και να προσδώσουν δυναμική στις οικονομίες τους και αφετέρου να προκαλέσουν έτσι υψηλή ανεργία και κοινωνική αναστάτωση, που θα ακολουθούσαν ένα πλήρες άνοιγμα στην αγορά.
Το τέλος της ραγδαίας μεταπολεμικής οικονομικής ανόδου στην Δύση πραγματοποιήθηκε κατά την διετία της κρίσης 1974-75, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω. Η αυταπάτη περί της καθοριστικής συμβολής του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη, που ήταν και η προοπτική του δημοσίου υπαλλήλου, του «ανθρώπου της άρνησης», εξανεμίστηκε. Η αποβιομηχάνιση της Δύσης επιταχύνθηκε. Η φάση της συσσώρευσης στην υψηλή τεχνολογία -η άμεση ιδιοποίηση της επιστημονικής γνώσης από την ίδια την παραγωγική διαδικασία- επιταχύνθηκε. Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού επεκτάθηκε από την Βρετανία της Θάτσερ στην Αμερική του Ρέιγκαν και κατόπιν στην Γαλλία του Μιττεράν, στην Ρωσία του Γκορμπατσώφ και στην Κίνα του Τενγκ. Η πολωνική εργατική τάξη την διετία 1980-81 ζητούσε στην πραγματικότητα «σοσιαλισμό της αγοράς». Σε ολόκληρο τον κόσμο ετέθη ως κυρίαρχη η επιλογή μεταξύ σχεδίου και αγοράς. Το σοσιαλιστικό όραμα φαινόταν να έχει γίνει κομμάτια. Υπήρχε μια γενική συνειδητοποίηση ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ιδεολογία της λιτότητας, της αναδιανομής του πλούτου από τα πάνω προς τα κάτω, της λιτότητας χρέους του Τρίτου Κόσμου, του περαιτέρω χάους του δολαρίου, της επιχορήγησης της αμερικανικής οικονομίας από το ξένο κεφάλαιο, της ραγδαίας συσσώρευσης χρέους, της λεηλασίας του ενεργητικού των εταιρειών και της διάλυσης των κοινωνικών προγραμμάτων. Όμως οι νεοφιλελεύθεροι ζωγράφιζαν τον κόσμο με τα δικά τους χρώματα και ουσιαστικά κάθε αντίρρηση στο έργο της «αγοράς» φαινόταν ότι συνδέεται με την κρατική γραφειοκρατία και την αποτελμάτωση. Η «Αριστερά» απάντησε με επικλήσεις στην «βιομηχανική πολιτική». Όμως το πρόβλημα είναι η ανάγκη ρήξης με το διεθνές «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος» (zero-sum game) μέσα στο οποίο η εργατική τάξη είναι παγιδευμένη.
Πηγή άρθρου: http://breaktheirhaughtypower.org/
Τίτλος πρωτοτύπου: Loren Goldner, Short History of the World Working-Class Movement from Lassalle to Neo-Liberalism: The Distorting Hegemony of the Unproductive Middle Classes
Η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά.
Το άρθρο μεταφράστηκε στα ελληνικά και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Το Ένζυμο – Για μια κοινωνία χωρίς τάξεις», Νο. 6, Άνοιξη 2016, περιοδικό των Συντρόφων Διεθνιστών, σελ. 42-93 – https://engymo.wordpress.com